Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Μια συνοδοιπόρος Αφετηρία

      Η ουτοπία είναι τούτη εδώ η κόλαση. Το αδιανόητο, το παρανοϊκό, το "μακρινό", το "ψέμα" είναι η αποπνικτική καθημερινότητα του αστισμού και του καταναλωτισμού, της αδιαφορίας και της άγνοιας που ζούμε εγώ και εσύ. Για μένα δεν χωράνε αντιλήψεις και επιφυλάξεις του τύπου "τα όνειρά σου είναι ουτοπικά", "αυτός ο κόσμος δεν είναι εφικτός", "μη σκέφτεσαι μακρινά" και "οι άνθρωποι πάντα θα 'ναι έτσι". Αυτό εξαρτάται και από το τι ορίζει ο καθένας ως άνθρωπο. Εγώ αυτούς που έχω δίπλα μου και τους σφίγγω τα χέρια τους λέω ανθρώπους. Και αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι σαν εσάς που μάθατε να "επαναστατείτε" με το ντύσιμο, να αντικαθιστάτε τη θερμή ζωή με κούφια αντικείμενα που αστράφτουν. Για 'σας αρκεί μονάχα να σας ερεθίζει η υφή του νέου σας καναπέ και να περνάτε από τις βιτρίνες καμαρώνοντας κλεφτά τον εαυτό σας στην αντανάκλασή του, να βλέπετε το γιο σας φαντάρο και έπειτα επαγγελματία, την κόρη σας μητέρα με μια σωστή οικογένεια. Αλλά για τώρα δεν θα σας ενοχλήσω άλλο με τα καυστικά σχόλιά μου..
      Στοχεύω σε εσάς. Τους άλλους. Τους ανθρώπους. Στοχεύω και πιστεύω. Μην σας κάνουν να πιστέψετε ότι η "εξέγερση" -ό,τι κι αν είναι αυτό για τον καθένα- , η ανατροπή, η αλλαγή, η επανάσταση είναι ένα ουτοπικό παραμύθι. Γιατί η εξέγερση είναι αυτό το καυτό και γεμάτο ψυχή θηρίο που ανασαίνει μέσα μας. Κι αυτό την κάνει να ζει. Η θερμότητα, η λογική, η ανάγκη για λογική και τίμια ζωή, για όμορφη ζωή, όπως τη φανταζόμαστε μαζί, η δύναμη της φαντασίας και της αγάπης για καταστροφή και δημιουργία εκ νέου που διαθέτουμε είναι αυτό που δεν θα μας αφήσει ποτέ σε ησυχία. Αν παραιτηθούμε από αυτό, αν είμαστε ηττοπαθείς, αν πνιγούμε στη ματαιότητα και την απόγνωση, αυτό το "διαβολικό" μικρόβιο θα μας κατακαίει από μέσα μια ζωή με ένα παράπονο, σαν το δικό μας σπλάχνο που μας μισεί, μέχρι να αποφασίσει να μας αφήσει να γεράσουμε και να γείρουμε σκυφτοί απάνω στα νεκρά αμπαρωμένα ιδανικά μας. Όχι.
      Αυτός ο κόσμος είναι ουτοπικός. Αυτός που ζεις και ζω. Είναι το αδιανόητο, το ασύλληπτο, το παραλογικό. Εγώ και εσύ δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αυτόν τον κόσμο και να πλεύσουμε με το ρεύμα το δικό του. Εγώ και εσύ δεν καταλαβαίνουμε τις αξίες αυτής της κοινωνίας και δεν συμβιβαζόμαστε με τους κανόνες της, άγραφους και μη, όχι μονάχα από αντίληψη και άποψη και αυτοπειθαρχία, αλλά κυρίως από συναίσθημα, "θυμό", ένστικτο, ιδιοσυγκρασία και χτυποκάρδι. Όλα αυτά προηγούνται της σκέψης και της περισυλλογής, των συλλογισμών και των αντιλήψεών μας. Όλα αυτά είναι μια μεγάλη δυνατή και γενναία καρδιά που προηγείται του νου. Δεν είμαστε κομματικοί εμείς, ούτε ιδεολόγοι. Δεν χτίσαμε στο νου μας ένα κόσμο και ερχόμαστε να τον εφαρμόσουμε στα ερείπια αυτού. Τον κόσμο αυτόν τον είχαμε ήδη μέσα μας και μέσα σε αυτόν μεγαλώσαμε και από αυτόν πήραμε τις αξίες μας. Δεν ήρθαμε να τον επιβάλλουμε ή να τον τοποθετήσουμε. Ήρθαμε να τον αναγεννήσουμε, να τον αναδείξουμε, να τον υπερασπιστούμε. Ήρθαμε να τον βάλουμε ασπίδα στα δόρατα αυτού που μας επιβάλατε εσείς.
      Θέλω να με καταλάβεις. Δεν θέλω να ωφεληθώ από κάτι. Δεν θέλω κέρδη και δεν έχω συμφέροντα κατά μέρους. Δεν έχω τίποτα. Έχω μονάχα αυτό το τίποτα που θα μου παράξει τα πάντα. Κάτι που αυτοί δεν έχουν και αυτό τους τρομάζει. Έχω την ελευθερία μου. Αυτοί έχουν την ασφάλειά τους. Έχω τη γνώση και τα ιδανικά μου. Αυτοί έχουν το εκπαιδευτικό σύστημα και τα ΜΜΕ. Έχω την ειλικρίνεια, το θάρρος και την οργή. Αυτοί έχουν την πολιτική, την διπλωματία και την απέχθεια. Έχω την αγάπη. Έχουν την απάθεια. Ποια ζωή σου φαίνεται αδιανόητη λοιπόν; Σου φαίνεται αδιανόητο να ζεις λογικά και όμορφα, να μοιράζεσαι, να αγαπάς και να καλλιεργείς, να έχεις ελευθερία και φίλους, να μην πονάει κανείς δίπλα σου, να μην είσαι συνένοχος σε εγκλήματα, να πολεμάς για το δίκιο μια ζωή; Ή μήπως σου φαίνεται πιο εύκολο να αποδεχτείς τη φτώχεια, τη βία, την αστυνόμευση και την καταστολή, την εγκληματικότητα, τον πόλεμο, τα συμφέροντα, τον πόνο και την εξαθλίωση; Διάλεξε τώρα τι άνθρωπος είσαι. Όχι, εσύ δεν παραιτείσαι. Μιλάω για εσένα που το διαβάζεις τώρα αυτό. Και δεν θα παραιτηθείς και δεν θα σε πείσουν ποτέ ότι είσαι ονειροπόλος και ότι βαδίζεις σε μακρινές νήσους που δεν θα βιώσεις ποτέ.
      Δεν είμαι φαντασιόπληκτη. Ξέρω καλά. Ξέρω ότι είμαι ένα κομμάτι της Ιστορίας. Θα πρέπει όμως να επιλέξω εάν θα είμαι ένα απλό κομμάτι που κύλησε με το ρεύμα της, ή εάν θα είμαι κρότος και θεμέλιο για μια νέα Ιστορία. Ξέρω ότι ο κόσμος δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη, γιατί ο άνθρωπος δεν αλλάζει απ' τη μια μέρα στην άλλη. Ξέρω ότι ίσως να προσπαθώ μια ζωή να αγωνίζομαι και να μην υπάρξει ποτέ ανταμοιβή για μένα. Όμως είμαι ένα σκληρό και ατίθασο κομμάτι της Ιστορίας. Είμαι γενναία και είσαι και εσύ, και όσο περισσότερο είσαι εσύ, άλλο τόσο είμαι και εγώ. Μην χάνεις την πίστη, μην χάνεις το κουράγιο. Πατάμε στο έδαφος της πραγματικότητας και βαδίζουμε μέσα στη λάσπη αργά και με πόνο. Όμως τα κεφάλια μας είναι ψηλά στα διαστήματα που έχτισε η καρδιά μας τη μέρα που φάγαμε το πρώτο μας παγωτό, τα καλοκαίρια στο χωριό μαζί με τον παππού και ένα σκυλί. Και αυτό δεν είναι ρομαντισμός. Αυτό είναι αλήθεια. Ρομαντικοί είστε εσείς που νομίζετε ότι θα είμαστε θλιμμένοι και ματαιόδοξοι πάντα.
      Έχω και μίσος μέσα μου. Και έχεις και εσύ. Το μίσος, την οργή. Αλλά άστα απόψε λίγο στο πλάι και θυμήσου ποιος είσαι. "Θυμήσου ποιος είσαι και πάντα θα ξέρεις πού πηγαίνεις", μου έλεγε κάποια. Μην ξεχνάς! Μην ξεχνάς γιατί σε θέλουν να ξεχάσεις. Συντόνισε την οργή σου στους ρυθμούς της ευαίσθητης καρδιάς σου. Ευαίσθητης, όχι ευάλωτης, σε ξέρω. Είσαι σαν κι εμένα δυνατός και γενναίος. Και δεν θα σε πείσουν ποτέ.


Εξαιρετικά αφιερωμένο στη φωνή, τη σκέψη και την τέχνη
-τη Σοφία, τον Παύλο και την Κατερίνα / και στον δικό μας Δεκέμβρη.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Λιωμένο καιροί

Ξύπνα τα παιδιά χαράματα και πες τους
πως ήρθε η νύχτα που για πάντα
νύχτα θα 'ναι
Ξύπνα τα και στα πράγματα πνίξε τις ζωές τους
γιατί οι ελπίδες τον τόπο μας
δεν τον χαιρετάνε

Ξύπνα τα το ξημέρωμα για να αποχαιρετίσουν
τον ήλιο που στην μέθη του δεν θα
τον ξαναδούνε
Φίλα τα ως το κούτελο να σε καληνυχτίσουν
γιατί θα σε ξεχάσουνε και δεν θα
σ' αγαπούνε

Και φύγε καιρέ μου μακριά, ύμνε ελπιδοφόρε
φύγε απ' τα παραμύθια τους και δείξ'τους
την αλήθεια
Μάθε τους να 'ναι ονειρευτές, φτηνέ αγγελιοφόρε
και να μισούν από παιδιά της φτώχειας
τη συνήθεια

Εσύ που δίνεις αφορμές κι ανάγκες στους απόντες
αυτούς που η κοινωνία αυτή με τρόμο
έχει αποφύγει
Ψιθύρισε το μυστικό στους μόνους επιζώντες
στο μονοπάτι οδήγα τους που η αλήθεια
μ'όλα σμίγει

Θλιμμένε γιε της ποίησης, καιρέ επαναστάτη
κανένας δεν σ'αγάπησε, μόνο τον πόνο
φέρνεις
Μα να που εκείνα τα παιδιά σου κλείνουνε το μάτι
άθελα και προσεύχονται τον χρόνο
ν' ανασταίνεις

Τη μέρα πίσω δε ζητούν, δεν είναι αυτό που θένε
άλλωστε μες στη σκοτεινιά ξέρουνε πια
να ζούνε
Στο όνομά σου τη φωτιά και για τη μάνα κλαίνε
την πόλη νύχτα να καεί προσεύχονται
να δούνε

Και 'συ αντίκαιρε ντουνιά, μην φοβηθείς τα φώτα
αφού εκείνα τα παιδιά εσύ τα 'χες
κοιμίσει
Για 'σένα ήρθαν με οργή και πήρανε τα όπλα
και τώρα πια τη λευτεριά κανείς
κανείς
κανείς

Δεν θα τους τη στερήσει.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ο κύριος Βασίλης

Ξέρεις τι μου τη δίνει περισσότερο;
Οι μανάδες με τις ποδιές που μαθαίνουν τα παιδιά από μικρά
να τρώνε όλο τους το φαΐ
να μπουκώνουν τα ροδαλά τους μπιφτεκομάγουλα
και να στάζει ζουμί η αδηφαγία στα παιδικά τους ρούχα
να μην αφήνουν τίποτε στο πιάτο τους
επειδή ένα άλλο παιδάκι κάπου
στην "Αφρική"
πεθαίνει από την πείνα.

"Τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε και πεθαίνουν Βασίλη
κι εσύ αφήνεις το φαΐ σου να πεταχτεί;"

Κι έτσι μαθαίνουν από μικρά
να τρώνε όλο τους το φαΐ
να κάνουν λάικ σε ιστοσελίδες
να βάζουν μέικαπ αυτή τη φορά στα χρώματα της Γαλλίας
να παρέχουν φάρμακα με τα κλικς
να στέλνουν λέμβους στο Αιγαίο με τα φόλλοους
και τα παιδάκια
στην "Αφρική"
να πεθαίνουν.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Τσίχλας και τσιπς

Κλείσε την τηλεόραση και ησύχασε.
Μην κάτσεις στον καναπέ, ξάπλωσε λιγάκι στο πάτωμα.
Άναψε ένα τσιγάρο.
Δεν πειράζει που έκανες έτσι τη ζωή σου.
Ναι, μην διαμαρτύρεσαι, εσύ την έκανες.
Μην διαμαρτύρεσαι σε εμένα.
Αφού θέλεις να ξεσπάσεις, ξέσπασε εκεί που πρέπει.
Εκεί που θέλω να ξεσπάσω και εγώ.
Βγάλε τα δόντια σε αυτούς που σου βάλανε το φίμωτρο.
Όχι σε εμένα που στο γελάω -τι θες να το κάνω;
Φτύσ'τους.
Εγώ δεν σου έκανα τίποτα, το ξέρεις.
Εγώ σου είπα απλώς την αλήθεια, τι φοβάσαι;
Εμένα;
Μην φοβάσαι κανένα, ούτε αυτούς.
Αυτούς να 'χουν να τους φοβούνται αυτοί που τους πιστεύουν.
Αυτοί -άμα δεις- τις γραβάτες τους τις φοράνε κάτω απ' το δέρμα.
Γι' αυτό να μην σε ξεγελάνε.
Είναι χειρότεροι αυτοί.
Αν περάσεις από δίπλα τους θα μυρίζουν λιβάνι και πατρίς
-αν και δεν έχουνε πατρίδα αυτοί
η μόνη τους πατρίδα είναι η εξουσία.
Καίνε τις βίβλους μπροστά στις οθόνες.
Και κάνουν το σταυρό τους τα βράδια πριν κοιμηθούν.
Προσευχή στο φαγητό.
Αυτοί αυτοαποκαλούνται ειρηνιστές και σοσιαλιστές.
Κάνουν εράνους και οργανώνουν διαδηλώσεις
-αλλά εξοπλίζουν τους μπάτσους με γκλομπ και χημικά
για να μην το παρακάνουμε κιόλας με τις ειρήνες.
Αυτοί διαλαλούν πως θα δώσουν ψωμί στον εργάτη.
Και τις νύχτες κάνουν στοματικό στ' αφεντικό του.
Σεμνά δεν τα λέω;
Αλλά μην χαίρεσαι και 'συ.
Δεν θα στο κάνω δα και τόσο εύκολο.
Εμένα μια ζωή μου το 'κανες κι εσύ δύσκολο.
Και τώρα ξαφνικά θες να 'μαι εγώ επιεικής;
Όχι.
Είναι δύσκολος ο δρόμος του δρόμου.
Δαγκώνει και καίει.
Δεν γίνονται οι επαναστάσεις με τα γαρύφαλλα που έβαζες μικρός στο μαξιλάρι σου.
Κατάλαβες;
Εγώ το 'μαθα αυτό με τον χειρότερο τρόπο.
Κι εσύ περιμένεις από 'μένα να 'μαι επιεικής;
Εσύ την έκανες τη ζωή σου έτσι.
Όμως πήρες κι εμένα μαζί σου.
Ξύπνησες τώρα, αλλά πάρ'το απόφαση κι ίσως τα πάμε καλά.
Αλλιώς θα σε ξεσκίσω εγώ πρώτη απ' αυτούς.
Βρωμάς θάνατο.
Ζωή; Ποια ζωή;
Ας χορέψουν τώρα μονάχα όσοι δεν περιόρισαν το σώμα με ρυθμούς.
Τσακίστε τους φασίστες.
Ας τραγουδήσουν μονάχα οι πιο φάλτσοι.
Τσακίστε και τους δούλους.
Μα κι εκείνοι φασίστες είναι.
Η χειρότερη βία είναι η απάθεια.

Ας μιλούν στο εξής για ζωή μονάχα όσοι τη ζουν.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Αναπάντητη απ' τη Μοναξιά

Μόνο ο ουρανός για μένα είναι αυτός που χαράζει
Τα σύνορα τα μόνα η μέρα και η νύχτα
Κάπου με βρήκα και ασταθώ
Μπερδεύομαι μα πολεμώ
Την ξέρω πια την κόλαση που με χλευάζει
Κοινότυπες μαρμάρινες συνήθειες σας αρνιέμαι
Ρομποτοιχισμένοι ήσαστε ανέκαθεν βολευτάκηδες
Μάσκα φορέσατε το άπαθο μέλλον και ασπίδα
Τον θρόνο της κοινωνικής σας καταξίωσης
Στο γραφείο σας
Στα πέρατα της θύελλας της νεότητας πλανιέμαι
Δίνω το θάνατό μου για τη ζωή
Και ανταλλάζω το σώμα μου για την ελπίδα
Όσο όσο
Συμφερονταβατζήδες με γκλομπ σε ειδική προσφορά
Ελάτε να σας δείξω τις πληγές που μου κάνατε
Αυτή τη δύναμη έχω, τις πληγές μου από 'σας
Και τους χαμογελαστούς αντάρτες γύρω μου να τις γιατρεύουν
Με μια τους μόνο λέξη κι ένα βλέμμα συντροφιά
Είναι κρίμα κόσμε
Να ανταλλάσσεις τους νέους σου για το σύστημα
Να ξεπουλάς την ιστορία για την φήμη
Να ματώνεις το κεφάλι για το στομάχι
Να σκοτώνεις την παιδεία για την ασφάλεια
Να σκοτώνεις.
Με σκοτώνεις και μετά κάνεις ζάπινγκ
Προϊόν σε προσφορά και τα νέα του Σταρ
Τόσο πιο θεόρατες απ' τη ζωή την ίδια αξίες
Γραβατιασμένες ιδρωμένες σημασίες
Γι' αυτό έχω δύναμη και υπομονή
Γιατί εγώ τον καναπέ σου θα τον πληρώσω
Ξανά όσο όσο
Θα τον κουβαλήσω στις πλάτες μου με εσένα πάνω
Εσένα, το κοντρόλ και το μπλουζάκι της Εθνική απάτης
Θα σας κουβαλήσω και θα σας κάνω οδόφραγμα
Ή θα σας κάνω εγώ οδόφραγμα στη σκλαβιά ή εκείνοι στον Εύρο
Θες να τον κάψουμε μαζί να μη γκρινιάζω;
Να, πάρε λίγη απ' τη φωτιά μας.

Δεν γυρίζω πίσω.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Ανυπόσχετο

Ξύπνησα. Πάλι καναπέ, γαμώ. Το κρεβάτι είναι γεμάτο ρούχα και βιβλία. Την πουτάνα μου, πάλι τσαλακώθηκαν οι σελίδες. Ο καναπές βέβαια είναι και δίπλα στην εξώπορτα, δεν θέλει πολύ προσπάθεια όταν γυρνάω πίσω να κοιμάμαι. Σηκώνομαι. Ζαλίζομαι ακόμα, θέλω να χορέψω γιατί ακόμη νιώθω το χθες. Και ήταν πολύ όμορφα χθες. Λίγο αλκοόλ, λίγοι παλιοί γνωστοί και μουσική. Έχω σίγουρα πάνω μου τον ιδρώτα κάποιου και το σχήμα των παπουτσιών του στα αρβυλάκια μου πάνω αποτυπωμένο. "Γάμησε", σκέφτομαι. Αλλά μετά πάλι, "Γαμώ". Κατευθύνομαι στην κουζίνα και ανοίγω το ψυγείο. Κάτι βρωμάει και πέφτει από μέσα κάτω στο πάτωμα ένα κεφάλι ελέφαντα. Πέφτει σαν να πέφτει στο κενό, μπαμ, χωρίς ήχο. Απλώς το μπαμ το ακούω συνήθως όταν κάτι πάει να πέσει, πριν πέσει. Έτσι, μου καρφώνει στο μυαλό. Μπαμ. Αίματα παντού στο πάτωμα, σφουγγαρίζω άτσαλα. Βάζω το κεφάλι πίσω στο ψυγείο, το χώνω καλά καλά μέσα, προβοσκίδες, αυτιά, ζάρες, έτσι με βία να χωρέσει, το τοποθετώ καλά. Ωραία. Πιάνω τη μαρμελάδα και μερικές φρυγανιές απ το συρτάρι. Φράουλα μαρμελάδα, σκατά, αηδία. Μαζεύω λίγο ακόμη απ' το αίμα και το βάζω πάνω στη φρυγανιά, πάνω απ' τη μαρμελάδα. Ναι, καλύτερα τώρα. Τελειώνω και βγαίνω στο μπαλκόνι. Τι μπόχα ρε μαλάκα είναι αυτή. Στο απέναντι μπαλκόνι στεγνώνει σε πλαστικά μανταλάκια ο εαυτούλης μου. Πω, βρώμα. Τουλάχιστον έχω το χασισοδεντράκι μου να μου ομορφαίνει τη θέα. Χαχα, εσύ φταις. Που το φύτεψα λέω, αλλά και γενικά, εσύ. Έχει μεγαλώσει τώρα και έχει γίνει σαρκοβόρο φυτό μες στη γλαστρούλα που το έβαλα. Έχει μεγάλα μάτια πορτοκαλί και προσπαθεί να μιλήσει σιγά σιγά. Μεγάλωσε.. Πέρασαν οι μήνες. Ναι, πέρασαν και περίμενα να μου στείλεις. Χθες περίμενα, και πριν κάτι μήνες. Καπνίζω ένα κομμένο δάχτυλο που βρήκα στο τασάκι. Ο καπνός φεύγει μακριά σαν να με απεχθάνεται, καριόλης. Το δάχτυλο ελπίζω να ανήκε σε κάνα φασίστα, δεν θυμάμαι και πολλά. Το σκέφτομαι, αηδιάζω, ίου, καπνίζω έναν φασίστα. Μπλιαχ. Το πετάω από κάτω. Πω, μαλακία, αν το βρει κανείς ίσως με πιάσουν. Αλλά για τι; Δεν θυμάμαι τι έκανα. Δεν θα με πιάσουν. Δεν με ξέρουν, δεν με θυμούνται. Όπως δεν με θυμάσαι κι εσύ. Μερικές εφημερίδες, μερικό παραλήρημα. Μερικό. Υπάρχω γενικά, υπάρχω μερικώς. Σε πήρα τηλ-ψέμα. Δεν έκανα τίποτα.
Τι να 'κανα;
Σε περίμενα χθες. Και πριν ένα μήνα.
Και τα Χριστούγεννα.
Ντάξει, ρε, δικαίωμά σου, δεν είχες υποσχεθεί - ή;
Πού στον πούτσο έβαλα τον υπόλοιπο ελέφαντα; 

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Ερεβώνη / της Φωτιάς

Απ' τα πνευμόνια σου ο καπνός βγαίνει πάχνη
και πέφτει ως τα γόνατα να μη δείχνουν οι πληγές
Εωσφόρος στο μυαλό σου οι πολιτείες κι οι ματιές
πνίγουν στον ιστό τους του λυγμού σου την αράχνη

Αγία Μοναξία, η μόνη αξία, να 'χεις να λες,
στης λήθης το παιχνίδι να 'σαι το πρώτο πιόνι
να τη φοράς σαν μόνη ασπίδα στο δωμάτιο όταν νυχτώνει
να σου θυμίζει πως δεν ξεχνάν οι ενοχές

Χτυπάνε τ'άστρα το κελί σου με μανία
πονάνε οι αλήθειες τους που τα 'κλεισες μαζί σου
μες στην υπόγεια, την πνιχτή αστοφυλακή σου
όταν σου πρόσφεραν θέση στην Ιστορία

Αγάπησες εκείνους που σκύβουν το κεφάλι
και κρυφά απ' τις ιδέες σου τους πρόσφερες τσιγάρο
να ανάψει, να ζεστάνει τον αλλιώτικο σου φάρο
μα στο κρύο περιθώριο της θεριοκρατίας είσαι πάλι

Θυμάσαι που σου λέγανε πως θα 'ρθει πια καιρός
που η θλίψη σου θα σβήσει σ'ένα απέραντο λιβάδι
με παιδικές χαρές και των ονείρων σου το χάδι
μα με υποσχέσεις σοφίας δεν νικάται ο φασισμός

Το τραίνο τους το έχασες, πάει πια το φως
η φύση σου για πάντα θα ουρλιάζει την αλήθεια
κανείς Θεός δεν σου πρόσφερε-κι ας ήθελες-βοήθεια
παλιάτσος επικίνδυνος σου φαίνεται και αυτός

Αρπακτικά της σοουμπίζ και της πολιτικής
γραπώνουν με τα νύχια τους τα όνειρα του Αυγούστου
μα εσύ πια τις ιδέες σου τις έχεις μες στο νου σου
και το κεφάλι σου έγινε η γροθιά της εποχής

Χτύπα καιρέ ανελέητα, μην είσαι επιεικής
μην με λυπάσαι, ευθύνομαι που πνίγετ' αυτή η χώρα
φέρε για μένα χημικά, σφαίρες, την καρμανιόλα
γιατί στα μάτια μου γεννήθηκαν πάθη καταστροφής

Και μην ταράζεσαι εχθρέ μου, περήφανε καιρέ,
ποια μπουκάλια; στα βιβλία στερεώνω το στουπί
μες στης φωτιάς τη θάλασσα τραβάω εγώ κουπί
και κολυμπώ στους δρόμους της κόλασης μωρέ

Αρνούμαι την υποδούλωση στα νέα της TV
το κεφάλι ανήσυχο κρεμώ στα σύρματα του λάθους
ζωγραφίζω με τα χρώματα του μίσους και του πάθους
και από δω και πέρα γίνομαι φλεγόμενο νησί

Αντίο, καιρέ μου εύσπλαχνε, ξέρω πως μετανιώνεις
οι άνθρωποι έγιναν τροχός που λιώνει την αλήθεια
κλαίνε και αυνανίζονται μονάχα από συνήθεια
μα εσύ εμένα την εύφλεκτη δεν ξέρεις να σκοτώνεις

Φόρεσα πάλι φυλακτό τη φλόγα που αρνιόμουν
γιατί τη φύση μου οι μισοί με έκαναν να μισήσω
με των αστών τις προσευχές δεν θα ξαναδακρύσω
είμ' η Ερεβώνη της Φωτιάς και στις σκιές χανόμουν

μα τώρα περπατάω στην άσφαλτο
στη φλόγα των ελεύθερων
που πάντα
ονειρευόμουν.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Το Κάποτε που μου 'πε ο ποιητής ήρθε

Ο άνθρωπος και η εμμονή. Το πιο σπουδαίο πάντρεμα απ' όλα όσα μ' έχουν συναρπάσει. Η εμμονή και ο πόνος. Οι φλέβες που θέλουν να κοιτάξουν ουρανό και πετάνε το κάλυμμα απ' τα κορμιά τους. Οι δαίμονες και η διαστροφή. Πράγματα που αγαπώ με τον δικό μου ξεχωριστό τρόπο ν'αγαπώ. Η διαστροφή είναι η σκιά που ο άνθρωπος φοβάται, τον κυνηγά και την μισεί και κλείνει τη νύχτα το διακόπτη του ήλιου για να μην την τρέφει πια και την αντικρύζει, όμως τη στιγμή εκείνη που ο γενικός πέφτει, η σκιά του τον πλημμυρίζει ολόκληρο, μαζί με το δωμάτιο, τα βιβλία στα ράφια, τα τακτοποιημένα ρούχα στη ντουλάπα, το γερμένο-σαν παράπονο-φωτιστικό στο γραφείο, και τον κάνει να ασφυκτιά. Φαντάζομαι αυτό συμβαίνει όταν κρύβεσαι από την διαστροφική αλήθεια του εαυτού σου. Γι' αυτό κι εγώ το αποφεύγω από πάντοτε. Η διαστροφή, η εμμονή, ο πόνος είναι κομμάτια κολοσσιαία της ψυχής μου και κυριαρχούν και σε μεγάλο βαθμό στο μυαλό μου. Δεν θέλω να τα αγνοήσω όπως θα ήταν αναμενόμενο να συμβεί από τις κοινωνικές συμβάσεις-τα μόνα αληθινά αρπακτικά της ζωής μου. Την ωθώ ν'ανθήσει. Γιατί μονάχα έτσι δύναμαι να την ελέγχω και να κυριαρχώ επάνω της, να την εκμεταλλευτώ. Οι άνθρωποι που αγνοούν και θάβουν τη διαστροφή τους, αυτοί που καταπνίγουν τη φύση τους, την αλήθεια τους, το αναλλοίωτο εγώ τους, είναι οι πιο επικίνδυνοι για αυτήν εδώ την κοινωνία. Θέλω να είμαι άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Θέλω να είμαι η αλήθεια του μέσα και του έξω μου. Δεν φοβάμαι. Θέλω να ζήσω και να πεθάνω, τι να φοβάμαι; Η ζωή μου δεν χάνεται όσο ρισκάρω, η ζωή μου ανασαίνει μονάχα μέσα απ' την αλήθεια μου, το θράσος μου, το ρίσκο. Ήλπιζα να 'ρθει αυτή η μέρα, δεν τη φοβόμουν. Μπορώ να πιάσω τον ουρανό με τα χέρια μου και να τον στύψω απάνω στα κορμιά των φυλακισμένων να καούν. Τώρα μπορώ όσα θέλω να τα κάνω. Διάβασμα, ρίσκο κι αξιοπρέπεια. Όχι κοινωνική. Ποτέ κοινωνική. Ποιος θα με όριζε ποτέ αντικειμενικά; Ποια κοινωνική/αντικειμενική διάσταση θα με χωρούσε; Είμαι περήφανη που θα καώ μες στη φωτιά που άναψα. Ζωγραφίζω με τα χρώματα του μίσους και του πάθους. Όχι θυμός, όχι αγάπη. Οργή και έρωτας. Μίσος και πάθος. Δεν ξέρω εάν θα με παλέψει κανείς έτσι που αφήνομαι. Δεν θέλω κιόλας. Ποτέ ξανά μιζέρια. Γουστάρω να ελπίζω στο ανεκπλήρωτο. Μ'αρέσει λιγάκι κι ο θάνατος. Τρώω τρία γεύματα την ημέρα και μισώ. Έχω και λίγη πλάκα. Θα τα δώσω όλα στην αλήθεια. 

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Νοσταλγοποιητής

Δεν έχει χώρο για σένα να νοσταλγείς,
εδώ που έφτασες, δεν έχει χώρο
μυρίζει θάλασσα ο χειμώνας και αλάτι
νομίζω πως μου θυμίζει κάτι από μένα
νομίζω πως αρχίζω να με μπερδεύω με εσένα
ε, και τι έγινε;
σιγά τώρα, που έκανα το μυαλό μου τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι
και σου πέταξα το τηλεχειριστήριο στη μάπα;
σιγά τον μπελά
έχω κάνει και χειρότερα
να σαν τότε που-
αχ, μύριζε ωραία η θάλασσα πάνω σου χθες
κι αν και δεν είναι πια καλοκαίρι
το καλοκαίρι έφυγε, όπως πέρυσι
κι η παρουσία σου φεύγει, όπως πέρυσι
κι εγώ, όπως ποτέ
μένω
κι είμαι ήδη με το ένα πόδι στο πλοίο μου
ξέρεις ότι θα σου τσακίσω μια μέρα το κεφάλι
και δεν θα 'χεις πού να κρυφτείς απ' τη σκέψη μου;
μπα, ούτε 'γω.
Σαν τότε που-

πω ρε, δεν έχω χώρο να νοσταλγώ
με πνίγει το παρόν σου
να και κάτι αισιόδοξο.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ξεχνάω ό,τι κι εσύ ξεχνάς, ε

Το κεφάλι μου σφυρίζει σαν καζάνι έτοιμο να εκραγεί
η πηχτή πολύχρωμη αυτή μπογιά πνίγει το σκοτάδι μου
το μαύρο υποκύπτει στο κίτρινο
οι κόρες των ματιών μου γίνονται σκόνη κι ο αέρας
που έχεις
όταν υπάρχεις
την παίρνει μακριά, δεν έχω μάτια ρε
δεν μπορώ να σε δω δεν μπορώ να σου πω
τι να σου πω; πας καλά;
θέλω να σκίσω τις φλέβες το στήθος
και το κεφάλι
μπας και βγουν έξω όσα νιώθω
αλλά τι λέω η καριόλα, δεν θα προλάβεις να ανασάνεις
κι εσύ κι όλοι οι υπόλοιποι
σκατοκαρκινάκια
κι εσύ το
χειρότερο

ο έρωτας πάντα με κάνει να είμαι
μελαγχολική

και να βρίζω Παναγιές

γαμώ

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Nosferatu / Ramsaella

Τα δάχτυλά μου παίρνουν φωτιά και γρατζουνούν τη φυλακή μου
θυμάμαι να της λέω πως θα μένω πάντα εδώ
γιατί τις φυλακές των άλλων τις φοβάμαι
τη σκίζω στα τρία και καταπίνω το αίμα μου
που έχει σκουριάσει απάνω στο μέτωπο απ' τη γέννησή μου
το φτύνω
άλλωστε η ελευθερία που έψαχνα ήταν μια φυλακή λιγάκι πιο ευρύχωρη
ευάερη, ευήλια, βρήκα σπίτι
σαν την ελευθερία μου, σε αγγελίες εφημερίδων και στο ίντερνετ
με εικόνες
ψηφιακές
ψηφιακή
θα τρέχω και θα κουτουλώ τώρα το κεφάλι μου στον τοίχο
τον νέο μου τοίχο, τον δικό μου
και θα πληρώνω πια τους λογαριασμούς
πλήρωνα πάντα τους λογαριασμούς
δεν ζούμε για να πεθάνουμε
ζούμε για να πεθαίνουμε
οι άνθρωποι λένε ψέματα κι
όλα τους είναι αλήθεια
τι να ζήσω να κάνω;
αφού κι η σκιά μου μου παίζει πουστιά
θα σβήνω στο σπίτι μου το φως τη νύχτα
για να μην την έχω πίσω μου
καριόλα
θα 'ρχεται το ξημέρωμα
κι η φυλακή μου θα γρυλίζει μακριά
"πίσω πίσω πίσω"
"γύρνα πίσω"
κι εγώ θα ξεπλένω το αίμα απ' τον τοίχο
και θα ψιθυρίζω να μ'ακούσει
"εδώ εδώ ε
δώ
είμαι
εδώ".

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Παραρμονία στυλιστική

Γεννήθηκα σαν μια ξεχαρβαλωμένη χορδή μπιλιάρδου, μέσα σε ένα παρακμιακό μπαρ στο μπαλκόνι ενός κινηματογράφου. Τόσοι βόλοι γύρω μου με προσδοκίες ζωτικές, μεθούν σνιφάροντας οργανικά υγρά ηλεκτρονικού τσιγάρου έχοντας πίστη σε κάθε νύχτα που τους τσακίζει στις υποσχέσεις. Η νύχτα είναι εκτυφλωτική, οι αχτίδες του ήλιου αγγίζουν την επιφάνεια του μπιλιάρδου μου και εγώ μέσα του τρεμοπαίζω, αφήνοντας τον εαυτό μου στο εκστασιακό σπαρτάρισμα της αναμονής. Ζαλισμένοι, οι βόλοι στριφογυρίζουν και κατρακυλούν απάνω στα υγρά μου πνευμόνια, γεμίζοντας βύσσινο ολόκληρο το σώμα τους, κάνοντάς το να κολλάει ενοχλητικά τα μαλλιά τους στο δέρμα τους, με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να μπερδεύονται οι τρίχες τους στις εσοχές του εγκεφάλου τους προκαλώντας τους ένα εξωφρενικό ξύσιμο στην ανάμνηση. Φοβάμαι πως δεν γεννήθηκα εδώ, φοβάμαι πως με φέρανε, γιατί δεν ξέρω να γλείφω τη μουσική με το σωστό τρόπο. Η κυρία με τον αριθμό 7 χαραγμένο στην κοιλιά πασχίζει να ξεριζώσει τον αφαλό της. Ανασαίνει γρήγορα και έχει πετάξει τα δόντια έξω και η μυρωδιά της αγωνίας της ερεθίζει ανακουφιστικά σχεδόν τα στήθη της λάμπας που κρέμεται απάνω απ' το μπιλιάρδο μου και αναβοσβήνει μανιωδώς σαν αλάρμ σε αυτοκίνητο κάποιου που έχει σταματήσει και ζητά μια μάρκα τσιγάρων που έπαψε να υπάρχει, αλλά που συνεχίζει να εξουσιάζει εθιστικά την ψυχή που αισθάνεται πως συμβιώνει με τα σάπια ζωύφια στο στομάχι του. Το στομάχι εκρήγνυται οπερατικά και τα ζωύφια εκτοξεύονται προς την καυτή σιλουέτα της λάμπας που έχει ήδη αρχίσει να στάζει τα πρώτα ηλεκτρόνια ηδονής απάνω στους βόλους του μπιλιάρδου μου. Ο μονόφθαλμος έφηβος με το ριγέ πρόσωπο τρίβει τις οθόνες του πάνω στο κούτελό του που δείχουν να αλλάζουν συνεχόμενα χρώματα, καθώς ρυάκια μουστάρδας κυλούν απ' τα αυτιά του κι εξατμίζονται απευθείας. Η λάμπα ζεσταίνεται ακόμη περισσότερο. Προσπαθώ να παίξω μουσική για να με πάρει μακριά από εδώ όπως λένε όλοι και να με πάει κάπου που θα υπάρχουν ειδικές μηχανές για να ξεριζώνουν τους αφαλούς και φάρμακα για να επιταχύνουν την εκσπερμάτωση των ζωυφίων, αλλά ο θόρυβος στο μπαρ είναι τόσο δυνατός που με υπνωτίζει και με παραπλανεί. Ένα σκυλί μπήκε μέσα και ξέρασε απάνω στον μεσήλικα βόλο με τον αριθμό 3, ο οποίος γούρλωσε φρικιαστικά τα νύχια του και άρχισε να ρουφάει με μανία τα ξερατά απ' τους τοίχους και το σώμα του. Η μαυροφορεμένη αριθμός 8 που τον παρακολουθούσε με εμμονή βούτηξε το σκυλί από τα πλευρά και άρχισε να τα γλείφει ένα ένα, ενώ το κίτρινο αίμα του την έλουζε οργασμικά και ερέθιζε βασανιστικά τον δικό της αφαλό που βρισκόταν στο κεφάλι, καθώς έσταζε γαργαλώντας τη απανω στις τρεις καμινάδες του κορμιού της. Δεν άργησε να αρχίσει να ουρλιάζει ρυθμικά με τα χτυπήματα της λάμπας και τις ανάσες της κυρίας με τον αριθμό 7, της οποίας τα δόντια ξαφνικά μεγάλωναν αντιστρόφως και τρυπούσαν μελωδικά το κρανίο της. Το ξέβγαλμα των βολβών του σκυλιού από τον μεσήλικα με τον αριθμό 3 συνείσφερε παραρμονικά στην χορωδία και τα ζωύφια απελευθέρωναν παρασιτικούς ήχους και κύματα που συρρίκνωναν τα σώματα όλων μας. Σε αυτό το σημείο, με κυρίευσε το άγχος και οι τύψεις που δεν μπορούσα να συνεισφέρω στη μουσική τους, γι' αυτό και αφέθηκα στο μουρμουρητό της νύχτας και μετά από μερικούς σπασμούς κοιμήθηκα ήσυχα απάνω στα δάχτυλα της ευλαβικής εκμηδένισης.  

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Οι χθεσινοί

Πλεγμένα μεταξύ τους δάχτυλα, ρομπότ καλωδιωμένα
που υπακούν σε σπίθες προγραμματισμένες
και εντολές κουτιών που λάμπουν στο σκοτάδι
με ένα ρυθμό που ζαλίζει
το είδωλό μου πίσω απ' τις βιτρίνες
και το κάνει να χορεύει τηλεσπασμωδικά,
βλέμμα με χιονάκι, σαν μουδιασμένη σιλουέτα
ποτισμένη με νέον χρώματα εκσυγχρονισμένα.

Αναλωμένες σιλουέτες, δυο
μπροστά μου στο πεζοδρόμιο χαράζουν βήματα
μεθυσμένα και χορευτικά
μυρίζουν κολόνια απογευματινή και ιδρώτα
είναι μεσάνυχτα
τραγουδούν Kill the cat και ουρλιάζουν
επικλήσεις σε ξεφθαρμένα πανκ σκαλοπάτια
πολυκατοικιών
πατημασιές χωμάτινες στους τοίχους και στην εξώπορτα
του διαμερίσματος
δερμάτινα μαύρα μεσάνυχτα.

Ακολουθώ τις σκιές τους γιατί οι μορφές τους
δεν σχετίζονται με την ανυπαρξία μου
και κινδυνεύω να με δω στο φως
να τρέμω τη ζωή που ξανά μου δόθηκε
-και πάνω που πήγα να την ξεπεράσω-
αναπνευστικό σύστημα από πλαστικό υλικό
λειτουργεί ρυθμικά και ανάλογα
με τις ματιές της όμορφης Παγίδας
θα 'μουν εντάξει αν δεν μου ξερίζωνες τα πνευμόνια.

Περπατούν και γελάνε
κρασί, ζαρτιέρες και μυστήριο
απ' αυτά που ζηλεύεις και μισείς να ξετυλίγονται
ανασαίνουν στον άνεμο
κι εκείνος επιστρέφει με τον βοριά
γυρεύει μια εσοχή στο στήθος μου
με τρυπά και θρηνεί ηχηρά και οπερατικά
για τα χαμένα μου πνευμόνια
εξόριστοι εραστές, γαμώ τις βιτρίνες του έρωτα
εξόριστη κι εγώ σαν ανυπάκουος λύκος απ' την αγέλη.

Να μου 'λεγαν που πήγαιναν, δεν θυμάμαι και 'γω
έχει περάσει καιρός, δεν πίνω πια κρασί
στα φεγγάρια αναζητώ την απουσία μου
σφυρίζω κλεφτά σε φαντάσματα
δεν θυμάμαι
παρακάτω.

Βόγκηξε κάτι απ' τη βιτρίνα
πορτοκαλί μάτια με κίτρινο υγραίνουν την ατμόσφαιρα
με ζαλίζει
χαχανητά γρυλίζουν στο μυαλό μου
σφυρίζει όλο μου το κεφάλι, ατμός
βογκά σαν χύτρα που εκλιπαρεί ν' αδειάσει
να ξεράσει τα μέσα της απάνω στα μαύρα μάτια της κουζίνας
οργασμός ή αγωνία ή κάτι το ενδιάμεσο.

Ξέχασα να πάρω τα ψευδαισθησιογόνα μου
θα τα 'χει πιει όλα η μάνα μου
δεν έχω μάνα
και πάλι όλα εκείνη μου τα πίνει.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Σκέψεις για το Υποκείμενο

          Η ειλικρίνεια, όσο κι αν προσπαθώ να της γλιτώσω, θα με πετύχει στη γωνία. Κάθε που την αποφεύγω και βυθίζω το κεφάλι μου στην πηχτή μπογιά της ψευδαίσθησης, γεμίζοντας τις μπούκλες μου βρωμιά και τύψεις που σπρώχνω όλο και πιο βαθιά κάτω απ'το μαξιλάρι μου, με περιτριγυρίζει σαν στοργικό αρπακτικό που επιθυμεί να με λυτρώσει από την πλάνη μπήγοντας τα ολοκάθαρα δόντια στο κεφάλι μου. Αισθάνομαι να με κοιτά με κατανόηση και με ευλάβεια με απελευθερώνει από τον κόσμο. Μ'αρέσει. Είναι επιεικής μαζί μου, εισχωρεί μέσα μου σαν ουσία λυτρωτική, σαν φάρμακο που καταπολεμά υπομονετικά κι απ' τα θεμέλια την επίπλαστη ανάγκη της παραστατικής ζωής, της πλάνης, του πανοράματος της ακατάστατης παραίσθησης που με βγάζει απ' την τροχιά μου. Και τώρα είμαι υπό την επήρεια της, εγώ, μονάχα εγώ που την κατέχω, η μοναδική αληθινή μορφή της ιδιοσυγκρασίας μου, η μία τριών, αυτή που τη διαθέτει ως μυστικό συστατικό που την κάνει να ξεχωρίζει και να λάμπει στο σκοτάδι του ενστίκτου και στην αστραφτερή λιακάδα της πεδιάδας των ιδανικών. Η αλήθεια.
          Συνηθίζω να μην εκδηλώνω και να αρνούμαι συναισθήματα που αισθάνομαι πραγματικά, ενώ διαρκώς προσποιούμαι εκείνα που δεν μπορώ να αντιληφθώ με μια σχολαστική και λυπηρή διαδικασία μίμησης. Μάχομαι έναντι του εαυτού μου συμβαδίζοντας με τους συνήθεις τρόπους ζωής των άλλων, ιδίως των ανθρώπων για τους οποίους μιμούμαι συναισθήματα. Και μένω να 'χω στο μυαλό μου και στο εκρηκτικό μέσα μου τις δικές μου αυθεντικές αχτίδες ζωής, την ιδιοσυγκρασία και τις σχολαστικές, μα ειλικρινά αυθόρμητες θεωρίες μου. Συνηθίζω να πνίγομαι, διότι χάνω με την βία, με μια αυτοβία, τον εαυτό μου. Τον σπρώχνω να κάνει λίγο πιο πέρα για να χωρέσω κι εγώ στις ζωές των άλλων, διότι πλέον έχω μάθει, έχω προσποιηθεί σε σημείο που έχω συνηθίσει να είμαι μαζί με όσους είμαι σήμερα ανεξαιρέτως. Συνηθίζω να πληγώνω με αυτόν τον τρόπο.
          Όταν γράφω κι όταν σκέφτομαι, είμαι ξεκάθαρα εγώ κι αυτό αποδεικνύει και το πόσο καιρό έχω να είμαι "εγώ". Στιγμές που, είτε με τις σκέψεις μου, είτε με τη μουσική, είτε με τον χειμερινό ήλιο που μυρίζει καλοκαίρι, βρίσκω εμένα, δεν νιώθω τίποτα για τους ανθρώπους που έχω επιλέξει να είναι δίπλα μου. Οι παλιές φιλίες που με πλήγωσαν, δεν μου λένε τίποτα, ενώ νιώθω πολύ έντονα συναισθήματα γι'αυτούς που, όσο ήμουν εγώ, αισθανόμουν πολλά, άτομα που τώρα έχουν ξεθωριάσει. Θα 'πρεπε να με αφήσω να υπάρχω έτσι, ούσα εγώ. Διότι μονάχα έτσι συμβιώνω με τις υποδιαιρέσεις μου και μονάχα έτσι τις αναγνωρίζω και τις αφήνω ν'ανασάνουν. Προφανώς και πρέπει να κρατώ τα ινία του εαυτού μου. Μα αυτό ισχυρίζομαι πάντα πως επιβάλλεται να επιδιώκει ο άνθρωπος. Την κυριαρχία του εαυτού του, την ενίσχυση του πραγματικού και αυθεντικού εγώ του, τα ινία.
          Είναι, κατ'εμέ, η μοναδική λύση, ο μοναδικός τρόπος στο πρόβλημα που ο ίδιος ο άνθρωπος γέννησε. Την συνύπαρξη του εγώ με τα υπόλοιπα μέρη του ατομικού όλου εξ αρχής και, κατ'επέκταση την συμπόρευση της προσωπικής αλήθειας, της αυθεντικής υποκειμενικότητας, με των ετέρων. Θεμέλιο της αρμονικής συμβίωσης του εαυτού με τον εαυτό αφενός και του εαυτού με τους υπολοίπους αφετέρου είναι η επίγνωση του εαυτού, η αναγνώριση τυχόντων ατομικών διαιρέσεων και η αυτοοργάνωση. η αυτονομία του καθενός, η μη εξάρτηση του ενός στοιχείου από το άλλο. Ξέρω καλά ποια είμαι. Έχω εκπαιδευτεί γι' αυτό! για να ξέρω ποια είμαι.. Είμαι το όλο και, κυρίως, είμαι το αυτοειδές, το ονειρικόν και το αλλότριο. Το λατρευτό μου χάος, η τάξη μου. Όταν έχω επίγνωση, δεν θυμάμαι τον φόβο.