Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Πάντα με τίτλο

Δεν είναι ποίηση, μην κοιτάς το μέτρο.
Είναι που μέρα με τη μέρα
δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να χωρίσω τις παραγράφους. Αλήθεια

και δεν είναι μάσκα, είναι απλώς
μια
δεύτερη λύση-κάτι είναι ψέμα απ' όλα αυτά που έχω πει έως τώρα
το δηλώνω με απορία διότι δεν γνωρίζω τι ακριβώς, βοηθήστε,
και δεν άρχισα ακόμα.

Θα ήθελα να μπορούσα να ελευθερώσω το άγγιγμά μου και να αγγίξω
κάποιον με τον ίδιο τρόπο που αγγίζω και τα βιβλία μου. Την κάθε
σελίδα, μία προς μία, με την διακριτική οδύνη
την παθιασμένη, παράφορη απαλότητα, αγαθότητα
τις βαμβακερές μου αυτές γρατζουνιές, τις δικές μου
τη ζεστασιά και το κρύο και κάτι παραπάνω απ' όλα αυτά.
Θα ήθελα επίσης να ήμουν λίγο λιγότερο θαρραλέα
ώστε να μην είμαι με τα πάντα τόσο ορμητική κι αδέξια
είμαι αδέξια
και να μην το παρατραβούσα τόσο με το πόσο παθιασμένη είμαι
με το κάτι παράφορο, με το κάτι παθιασμένο και δυνατό
σε σημείο που το τρομάζω και το διώχνω μακριά μου η ίδια
και δεν μπορώ να το φτάσω εν τέλει, το τρομάζω.
Θα ήθελα αυτό, να είμαι λιγάκι δειλή κι αμήχανη
και να μην τρομάζουν τόσο πολύ οι άνθρωποι μαζί μου.
Τι είδους κατάρα είναι αυτή;

Θα ήθελα να σταματήσω πια να ερωτεύομαι τους πάντες
διότι δεν ερωτεύομαι εκείνους αλλά
το πάθος μου για εκείνους και το πάθος που ωρύεται
μέσα σε εκείνους για εμένα
ακόμη κι αν δεν υφίσταται αυτό, τότε ερωτεύομαι
την ιδέα του πάθους τους που κρύβεται μέσα τους
και θα μπορούσε να 'ναι για μένα
και καταλήγω εν τέλει πάντοτε μέσα απ' αυτή την αρρώστια
αρρώστια
αρρώστια
αρρώστια-με συγχωρείτε για την επανάληψη, ηχεί κι αντηχεί κι αντηχεί-
να ερωτεύομαι ξανά και ξανά το ίδιο πρόσωπο
ξεκάθαρα, χωρίς να κρύβομαι, τον εαυτό μου.

Και θα 'θελα να σταματήσουν να θεωρούν ότι με είδαν
όσοι τάχα με είδαν κι όσοι τάχα έλαβαν κάτι από εμένα
διότι όσα δίνω από μένα είναι εσκεμμένα
και τίποτα δεν βγαίνει στην επιφάνεια τυχαία
όλα είναι εσκεμμένα, όλα ελέγχονται
κι όλοι πέφτετε στην ίδια παγίδα-αποκαλυπτική απόψε,
σιγά, ποιος θα πιστέψει μια που ψεύδεται για καλοπέραση-
δεν κερδίζετε τίποτα χωρίς την έγκρισή μου και τα
περισσότερα σας τα πετάω εγώ κι είναι
απ' τη μια ερεθιστικός ο έλεγχος αλλά απ' την άλλη
αντικατοπτρίζει μια οξύμωρη-θα λέγατε-ανάγκη
να με δει έστω και ένας, έστω και λίγο.
Και, αυτό, όσα δίνω είναι εσκεμμένα, επομένως δεν δίνω
διότι είναι πολύτιμα όσα έχω και δεν θα τα έδινα
γιατί αν τα έδινα θα σας ζητούσα να τα διαλύσετε
να τα σπάσετε, να τα κάψετε, να τα καταστρέψετε, να μην υπάρχουν
τα πολύτιμα, δεν θέλω τίποτε πολύτιμο πάνω μου πια
αλλά έχω πολλά, μην σκέφτεσαι έτσι για εμένα
όχι, δεν είμαι τρελή ούτε άρρωστη ούτε κολλημένη
αλλά μπορεί να σου λέω πάλι ψέματα, το ψέμα μου είναι η αλήθεια σας
σας το προσφέρω κι είναι τόσο αποδεκτό
κι η αλήθεια μου, η δική μου, είναι το μεγαλύτερό σας ψέμα, ε,
το δικό σας, σας είναι τόσο δυσάρεστη, όπως είναι και σε εμένα το ψέμα σας.
Είμαι πάλι δυσνόητη, σας συγχωρώ γι' αυτό.

Προσπαθώ να δηλώσω κάτι τόση ώρα που παρανοώ
σε ένα άσπιλο κατάλευκο πλαίσιο-πότε κιόλας γέμισε με τόσες λέξεις;
και νόμιζα πως δε θα 'γραφα πάλι τίποτα κι απόψε-
κάτι που με βαραίνει καθημερινά και με συνοδεύει στα πάντα μου
ότι είμαι μια αδέξια, κακομαθημένη, ψεύτρα
κι ότι λέω ψέματα συνέχεια
κι ότι γουστάρετε
να το ξέρετε, γουστάρετε να λέω ψέματα
γουστάρετε να τα ακούτε, να τα ζείτε, να τα σκέφτεστε
να τα ζητάτε, να προσεύχεστε εις ταύτα, να τα ερωτεύεσθε
αλήθεια, γουστάρετε-αλλά αυτό είναι ψέμα, εντάξει;

Και όσες αλήθειες έχω πει τις πήρατε για περίεργες, αλλόκοτες
παραμυθιακές, ουτοπικές και περιττές, γαμώτο, περιττές.
Και δε γουστάρατε και τόσο.
Οπότε μη με κατηγορείτε που σας λέω ψέματα.
Γιατί σας γουστάρω και είμαι άνθρωπος που δεν μπορεί να μη ζει ανάμεσά σας
σκατοκαρκινάκια, να 'στε σίγουροι γι' αυτό και να το εκμεταλλευτείτε
και να μου φερθείτε πολύ άσχημα
για να εξαλειφθούν με κάποιο τρόπο οι ενοχές που με δηλητηριάζουν
διότι είμαι μια ψεύτρα.
Τιμωρήστε με, αλήθεια



Σου είπα ότι τα χείλη μου λένε την αλήθεια κι ότι
οι πράξεις μου ψεύδονται
και δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ με μπέρδεψε αυτό
που η ίδια ξεστόμισα, ίσως να 'ταν αλήθεια εκείνη τη φορά-δική μου;



Οι λέξεις είναι όλες δικές μου
και το θάρρος μου
το οποίο συνειδητοποίησα πως χρησιμοποιώ
κυρίως
αδέξια.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Αναλγησία

Αγγίζεις και φεύγεις
δεν πιάνεις, δεν χώνεσαι, δεν σπρώχνεις
και, προπάντων, δεν ζητάς.
Αγγίζεις 
και φεύγεις.
Δεν χρειάζεσαι και πολλά από εκείνους
δεν θα πρόσφερες κι εσύ τίποτα δικό σου
διότι τα δικά σου είναι
πολύτιμα, σωστά;
Να το, τώρα
τους άγγιξες,
τι περιμένεις;



Δεν αισθάνεσαι

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

"Er lässt sich nicht lesen"

Χειρόφρενο.  Γνώριμη στριγκλιά απειλητική προς το στήθος και το κεφάλι
θύμισε τον καιρόν π'αγαπούσε μάλλον τα γλειφιτζούρια
και έτρεμε τα δυναμιτάκια και τις πέτρες στις πλατείες και τους δρόμους
-μονάχα τις πέτρες που δεν πετούσε εκείνη κι όσες δεν εδύνατο να προβλέψει.
Εκείνη η Άνοιξη του Δεκέμβρη ζήτησε ξανά απ' το χρόνο να γυρίσει για λίγο πίσω
να κάνει μια χορευτική στροφή γύρω απ' τον 'Ηλιο και τις νύχτες
κι εκείνος-για έναν ακόμη σύμπαντα βίο-στροβιλίστηκε γύρω απ' τον εαυτό της
και μεταμφιέστηκε ξανά σε φιγούρες εβένινες της Εύφλεκτης χαίτης
που χόρευαν μεταξύ τους πανομοιότυπες σ'ένα κύκλο γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες.
Ελεύθερες λικνίζονται τώρα οι κοφτές ανάσες απ' τα κάγκελα του κορμιού
αντανακλώντας τώρα με ορμή τα τρομοκρατημένα της στεγνά χείλη
εκείνης που παραμέρισε διστακτικά με τα δάχτυλα τα μαλλιά απ' το πρόσωπο.
Δίπλα, στο κάθισμα του οδηγού, ξαφνικός κρότος, ξέσπασμα που γρύλισε στο στήθος
τόσο που οι πληγές κι οι μώλωπες τραβήχτηκαν αντανακλαστικά προς το παράθυρο
κι αγκαλιάστηκαν απ' τις χάλκινες τούφες που κάλυπταν ξανά τα κοκκινισμένα μάγουλα
ενώ τα εβένινα πέταλα κάλπαζαν γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες.
Οι προσευχές δε λάμβαναν ποτέ μέρος, το σκηνικό έχει πάντοτε ένα τέλος
μα αυτό το σκηνικό δεν ήτο ανάμεσα σ'εκείνη και τις ηλεκτροφόρες μέδουσες
και κάθε τέλος αποτελούσε την αφορμή για μια πιο ανυπόφορη αρχή. Και δεν
τελείωνε και κάθε φορά τα χέρια έτρεμαν περισσότερο μπροστά στην ορμή
και οι λέξεις δεν εδύναντο ν'αποδράσουν απ' τα καταδικασμένα χείλη
-καταδικασμένα να 'ναι όμορφα, να της κοστίζουν κάτι παραπάνω-
και τα γόνατα ήσαν κρύα και πληγωμένα μ'ερυθρές ρωγμές, λαβωμένα
κι οι σχισμές στην πλάτη και το στήθος αιμάσσουσες, πορφυρά κεριά που έλιωναν
κι έφταναν ως τα γυμνά πόδια και τα πάγωναν κι ήτο τέλη χειμώνα η πλάνη και

οι δυο πόλεις που επροβάλλοντo κάτω απ' τα χάλκινα φίλτατα ερπετά
δήλωναν κρυσταλλωμένες με τα νυχτερινά τους φώτα να τρεμοπαίζουν και να
αστράφτουν αποπροσανατολισμένες απ' την ανιαρή υγρασία, την παγερή υπνηλία
και τα φεγγαροφώτιστα σοκάκια που ενεπλάκησαν μεταξύ τους και σχημάτισαν
μουτζουρωμένες λευκές κόλλες με νερομπογιές-φλογομπογιές, ολοκάθαρα-
στην ντουλάπα του δωματίου μικρού παιδιού με μαγικά πινέλα-μαγεία, πάντοτε η μαγεία
ότε ελάμβανε μέρος, υπολόγιζε στην αγνότητα και την αθωότητα του δέρματος της Άνοιξης. 
Δεν εδύνατο να δραπετεύσει, τούτο να κρατήσετε καλά κάπου στο κεφάλι σας
όταν την κατηγορείτε για τις απροσεξίες και τις επιπολαιότητες της παρόρμησής της
τις απερισκεψίες και τις αδέξιες κι ακατανόητες συλλαβές της, συλλάβετέ τη-μ'επιείκεια.
Η φωνή είχε αυξηθεί, είχε υψωθεί στο έπακρο λόγω της αδιαφορίας που εκλάμβανε-ναι,
ούτω τη μετέφραζε, ούτω την εξέταζε την αλληγορία των αισθήσεών της,
των άγριων αλόγων που δεν εδύνατο να ελευθερώσει απ' τα χαλινάρια-
ενώ τα εβένινα πέλματα κάλπαζαν γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες.
Τότε, τη στιγμή που τα βρόμικα χείλη εκτόξευαν αμυδρές σπίθες-αμυδρές, μπροστά
στη δική της φλεγόμενη φύση, αμυδρές και μηδαμινές-κι οι φράσεις έβγαιναν με βία
σπασμωδικές και εξαναγκασμένες, με μια ροή απρόσεκτη και ελαττωματική,
με έναν ειρμό ανεπαρκή και αμφίβολα προσεγμένο, 
οι χαίτες του ερέβους γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες, τα εβένινα περήφανα πέλματα,
μεταμορφώθηκαν σε φλεγόμενα πορτοκαλιά θηρία με το εβένινο στοιχείο τους
να αντανακλάται επιβλητικά στα πελώρια μάτια τους, τις σκοτεινές κλειδαριές
κι άρχισαν να τρέχουν μανιωδώς, με μια εξαιρετικά θαυμαστή ψύχωση
για απελευθέρωση-σαν να την κατείχαν ήδη την ελευθερία, σαν να την κυριαρχούσαν
εκείνα τώρα, σαν να 'ταν αυτή φυλακισμένη μορφή, η Ελευθερία, κι είχαν τα θεριά αυτά
την υπόσταση της ιδέας της για την οποία διψούσε η ίδια τώρα, η Ελευθερία
διψούσε πια για τα φλεγόμενα στοιχειά που τα στερούταν, διότι κάποια άλλα
γκρίζα κι ανιαρά ανθρωπόμορφα και μη τέρατα την είχαν φυλακίσει μακριά τους
την είχαν μάθει να ζει δίχως αυτά, μα εκείνη τα νοσταλγούσε και θλιβόταν
περί της σκέψεώς τους και τα ζητούσε και τα έψαχνε.
Η αφήγηση έχει αλλάξει χαρακτήρα, μα και προσωπικότητα, όπως είχε αλλάξει
κι εκείνη τη στιγμή που περιγράφεται και δεν ήτο πια η Άνοιξη του Δεκέμβρη,
μα ήτο ο Χειμώνας ο ίδιος ο παγερός με τα ολοδικά του ξεχωριστά χειμερινά και
φλεγόμενα ηφαίστεια και έμοιαζε η πλάνη με προσευχή που 'χε πραγματοποιηθεί
μα δεν δύναμαι ακόμη στη ζωή μου να ξεχωρίσω εάν στη ζωή της η Άνοιξη αυτή έχει
κατανοήσει και ξεχωρίσει μες στο κεφάλι της εάν προσεύχεται σε κάτι Θείο ή σε κάτι
Διαβολικό, μα όπως και να 'χει, η πόρτα άνοιξε και το κεφάλι δεν ακούμπησε ούτε λεπτό
το τζάμι-διότι η παραμικρή επαφή θύμιζε απειλή προς την αταραξία του συστήματος,
λόγω της προηγουμένης νύχτας που του 'χε αφήσει μια υφή εύθραυστης φύσεως. Και
η πόρτα άνοιξε κι εκείνη πήρε αγκαλιά την Άνοιξη και την τράβηξε προς τα έξω και
τα θεριά είχαν βγάλει φτερά μα δεν πετούσαν ακόμη, τις περίμεναν και τις δυο
για να φύγουν για πάντα, για πάντα, για πάντα και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ
στη χώρα αυτή των καταδικασμένων στην αιώνια ανία ψυχών που έκαναν
τις χορδές της λογικής της-της τρελογικής της, θα λέγατε-να τρεμοπαίζουν και να
απελευθερώνουν αθόρυβες ακατανόητες και διακεκομμένες κραυγές, περιφρονημένα
άλικα ουρλιαχτά και στριγκλιές που έχουν υφή, τραχιά και σαν από πέτρα.
Εκεί που τα εβένινα φλεγόμενα πέλματα κάλπαζαν, λοιπόν,
γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες του οχήματος, η φωνή είχε πάψει, αν και τα χείλη
ακόμη κινούνταν και τα βρομερά σκουριασμένα δόντια ακόμη έβγαζαν χολή
και έφτυναν προς το μέρος των δύο αγκαλιασμένων τρελογικών ανθών,
το βλέμμα της εύφλεκτης, της μεσαίας, εκείνης που τύλιγε την Άνοιξη στα λιγνά της χέρια,
καρφώθηκε απάνω σε κάτι γελοία και περίεργα ποστ-χαρτάκια μπλε και κίτρινα
που ένα-ένα είχαν εμφανιστεί κι ήσαν κολλημένα στο τιμόνι, στα τζάμια, στο χαλάκι,
στο πρόσωπο της φωνής, στα χέρια της φωνής, στα μπούτια της φωνής,
κάποια έπεφταν απ' τον ουρανό και άγγιζαν την τσιμεντένια, υγρή άσφαλτο
και κάποια άλλα τα 'παιρνε ο άνεμος και περνούσαν μπροστά απ' το πρόσωπό της.
Τα αισθάνθηκε μόλις την άγγιξαν και, δίχως να τους ρίξει βλέμμα, είδε πως ήσαν
όλα γεμάτα με τα δικά της ερωτηματικά τα ανυπόφορα
τις δικές της αιώνιες κι αναρίθμητες απορίες, τα ερωτήματα, τις ακατανόητες
αυτές ερωτήσεις που δεν εδύνατο να διακρίνει ποτέ της την απάντησή τους
μονάχα με το χρόνο, πού και πού, εμφανιζόταν μια ή δυο σε γρίφους άλυτους
και δυσνόητους και, κάθε φορά που κατόρθωνε έπειτα από όσα υπέφερε να λύσει κι έναν
απ' αυτούς και να οδηγηθεί σε μια απάντηση-τις μισούσε τις απαντήσεις περισσότερο από τα ερωτήματα-το σύστημα μεταβαλλόταν κι αυξανόταν,
το κεφάλι υψωνόταν και η όψη της ζωής της άλλαζε ριζικά γύρω της και
καινούριοι δαίμονες για να στοχαστεί γεννιόντουσαν και νέα θηρία κατακάθιζαν
στο κορμί της και εγένετο η ίδια ακόμη πιο ακατανόητη και αδέξια και απερίσκεπτη
και, κυριότερα, η αλληγορία έπαιρνε άλλη τροπή και τα πάντα εγένοντο ακόμη πιο
ανυπόφορα και δεν είχε άλλη λύση παρά να οδηγηθεί ενστικτωδώς στην απάθεια,
την αδιαφορία και, προπάντων, την αναλγησία. Η αφήγησις έχει χάσει το δρόμο της.
Ο δρόμος χάθηκε περί της αφηγήσεως. Ο δρόμος έχει χάσει την αφήγησίν του. Η αφήγησις χάθηκε περί του δρόμου. Αισθάνομαι χαμένη στον δρόμο μιας χαμένης αφηγήσεως.
Κενό μνήμης.
Δεν δύναμαι να θυμηθώ εάν εκείνες ανέβηκαν αμφότερες απάνω στα φτερωτά θεριά.
Ούτε εάν η Εύφλεκτη διάβασε έστω και ένα ποστ-χαρτάκι.
Κενό μνήμης, να με συγχωρείτε.
Πάντως, μισώ τα ποστ-χαρτάκια.
Πάντως, εγώ δεν επιθυμώ τα φτερά, διότι δεν θέλω να πετώ.
Πάντως, κενό μνήμης, να τη συγχωρείτε.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Μεθυσμένη Κομέντια ντελ άρτε

Υπάρχουν απάνω στο κεφάλι μου ανθρωπάκια
μικροσκοπικά και υπερκινητικά, κατακλύζουν
με τις στάλες κραυγών τους το κρανίο μου
-δε θα φανούν κι αν κοιτάξεις καλά.
Το βάδισμά τους θα 'ταν βλέμμα άτεγκτο
οι παλάμες τους ξίφη διακαή και διάπυρες κορδέλες
άλικες και τρυφερές γύρω απ' τα μάτια μου· διάπυρες·
τυλίγονται γύρω απ' τους βόλους των ματιών μου
παραμερίζοντας περιφρονητικά τα βλέφαρά μου
για να μη βλέπω σκοτάδι εγώ-μονάχα πυρακτωμένες τις εικόνες
που υπογράφουν γύρω μου με περιδινήσεις
ενώ χαράζουν στις επιφάνειες βλέμματα εωσφορικά
που δε μ'ανήκουν
παντελώς.
Εξαιρετικός ο ίλιγγος των γελοτοποιών
γύρω μου και απάνω μου
με κάνει να αισθάνομαι μέλος κι εγώ της κωμωδίας
της πλάκας που δεν αγγίζω με τις αισθήσεις μου
την αντίληψη
-το να κατανοήσεις διαφέρει απ' το να αντιληφθείς κατά πολύ.

Αναφέρω πως τ'ανθρωπάκια μου είναι αλλόφρονα
έχουν πελώρια ερωτηματικά αντί της κεφαλής
επιβλητικά και με αλαζονεία τοποθετημένα
επ' ακριβώς στη θέση που θα ταίριαζε το κεφάλι
-χτυπάνε με τ'αντίστοιχα κεφάλια τους το έδαφος
και με τρυπάνε μοχθώντας να διεισδύσουν.

- Μη μου τρυπάς το κεφάλι.
- Δε σ'άγγιξα.
- Μ'άγγιξες.
- Δεν ήμουν εγώ.

Άθελά τους-δεν τα κατηγορώ
καθώς χτυπούν με μανία το κρανίο
για ν'ανοίξουν, να φιλοξενηθούν-είναι μόνα-
χαράζουν ανάμεσα στις μπούκλες μου φράσεις τάχα συμπτωματικές
που όλες μ'ερωτηματικά μου προσφέρονται:
Εαυτός είσαι ή γίνεσαι;
Η ιστορία έχει άραγε σημασία;
Ελεύθερος πρέπει να είσαι ή να νιώθεις;
Κι αν νιώθεις και δεν είσαι;
Κι αν είσαι και δεν νιώθεις;
Πότε λήγει αυτή η κονσέρβα;

Πλησιάζουν οι Απόκριες-αυτές που ψευδαισθησιακά
προσποιούμαστε ότι ζούμε μονάχα μια στιγμή
μέσα στο χρόνο-κι η μεταμφίεση μοιάζει άφευκτη.
Τα ανθρωπάκια συσσωρεύονται στα χείλη μου
τα σφραγίζουν με τα κρύα τους γυμνά πόδια
και δε μ'αφήνουν να τα υποδείξω
να ουρλιάξω την ύπαρξή τους για να με δουν
πίσω απ' αυτά κι εκείνοι οι εκκεντρικοί Αρλεκίνοι,
οι πληγωμένοι, οι αναρχικοί, οι καταναλωμένοι.
Κι η μεταμφίεση παίρνει μέρος.

Υπάρχουν απάνω στο κεφάλι μου ανθρωπάκια
μελαγχολικά, αθόρυβα, ακίνητα
χασκογελούν με μάτια θλιμμένα και βλέφαρα μισάνοιχτα
στους παλιάτσους απέναντι, στα πλάγια και πιο πέρα
με κρύβουν πίσω απ' τα μαλλιά μου και
συμμετέχουν στην ίδια παράσταση μ' εκείνους
τους αναρχικούς κλόουν-με τα δικά τους αντίστοιχα ανθρωπάκια
και τις σκιές
στα κεφάλια τους τώρα ευθείες γραμμές και τελίτσες!
τέντωσαν το σώμα όσο μπορούσαν για να φτάσουν
τους ανθρώπους
να αισθανθούν μαζί
με τους ανθρώπους
να συμμετέχουν
στους ανθρώπους·
Και δεν έχουν ιδέα από ανθρώπους.

Φέτος σκέφτηκα να ντυθώ Κολομπίνα.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Παρίσι, 2022

Des gens inconnus, des rues familières.

         
Είμαι στη μέση μιας τεράστιας οδού, είναι νύχτα και όλα γύρω δείχνουν πως κάνει απίστευτο κρύο. Τα παιδιά φοράνε μπλε σκουφάκια, πράσινα γάντια, κίτρινα κασκόλ, ροζ μπουφάν και κρατάνε τους μπαμπάδες απ' το ένα χέρι. Οι μπαμπάδες φοράνε τζιν σκούρα παντελόνια, σακάκια και καμπαρντίνες σκουρόχρωμες με κατάμαυρα γάντια. Καπνίζουν πούρο και κυνηγούν ασυναίσθητα-μα και με εκλεπτυσμένη διακριτικότητα-με το χέρι τους το χέρι των μαμάδων. Οι μαμάδες φοράνε γκρίζα σκουφιά, μαύρα μακριά παλτά, κομψά φορέματα, χοντρά καλσόν με τακούνια και δεν κρατάνε τους μπαμπάδες απ' το χέρι, καπνίζουν κομψά τσιγάρα και βαδίζουν πληγώνοντας με παθιασμένη σιγουριά για προσοχή τον πλακόστρωτο δρόμο.
         Αναρωτιέμαι μήπως θα 'πρεπε να κρυώνω κι εγώ. Φοράω μονάχα ένα μπορντό λεπτό μακρυμάνικο φόρεμα με αμήχανο ντεκολτέ και τα πόδια μου είναι γυμνά. Σκεφτόμουν να βάλω ένα κολάν ή ένα καλσόν, αλλά μάλλον θα το ξέχασα, πάντως θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν. Όπως πάντοτε, ξέχασα και το τζιν μπουφάν μου το σκούρο-είναι ακόμη μες στη βαλίτσα μου. Ίσως θα 'πρεπε να κρυώνω κι εγώ. Θα μπορούσα να είχα βάλει και τις μπότες μου, τώρα που το σκέφτομαι, αυτές που έχω από τότε και τις φορούσα κάτι μεθυσμένες νύχτες παιδικές, αλλά δεν είχα όρεξη να τακτοποιήσω τα πράγματά μου ακόμη στο νέο μου διαμέρισμα κι ούτε θυμάμαι πού ακριβώς έχω βάλει τις μπότες μου, οπότε φόρεσα τα μαύρα μου all star που φορούσα και μόλις έφτασα. Είμαι καλύτερα με τα all star μου-κι αυτά από τότε τα ίδια είναι. Είμαι καλύτερα με το κεφάλι μου-κι αυτό από τότε το έχω.
          Είναι οι πρώτες μου στιγμές σε αυτόν τον κόσμο, τον διαφορετικό, είναι κι η πρώτη μου νύχτα, μιας και, μόλις έφτασε το αεροπλάνο, είχε ήδη βραδιάσει. Μπήκα βιαστικά στο νέο μου διαμέρισμα, αυτό που πλέον θα υποδέχεται τα ξεσπάσματα, τα κουσούρια και τα παραληρήματά μου, άφησα τη βαλίτσα μου και με τα ρούχα που φορούσα βγήκα έξω. Άρχισα να περπατάω και να περπατάω και δεν σταματούσα. Και δεν έχω σταματήσει ακόμα. Τα πόδια μου πονάνε, νιώθω κουρασμένη απ' την πτήση κι απ' την αμηχανία που βρίσκομαι σε μια τόσο συγκλονιστική πόλη, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους εντυπωσιακούς και όμορφους ανθρώπους, με τα παραφορτωμένα ρούχα και τις κομψές ρυτίδες στα πρόσωπά τους, τα στιλπνά τους στιγμιαία και προσεγμένα χαμόγελα. Αισθάνομαι μικροσκοπική, αταίριαστη και χωρίς τη συνήθη αυτοπεποίθηση που με περιβάλλει.
          Πάραυτα, γνωρίζω πολύ καλά πως αυτή είναι η Πόλη μου κι εγώ κομμάτι δικό της. Σκέφτομαι πως θα μπορώ να παραμιλάω στα γαλλικά στους δρόμους και, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα, δε θα μοιάζει και τόσο περίεργο, διότι εδώ δεν έχει σημασία αν παραμιλάς, αρκεί να παραμιλάς στα γαλλικά με τέλεια προφορά. Παραμιλώ κι εγώ τώρα και κάνω στροφές γύρω από ένα παλιό φανοστάτη κι η Πόλη με τους κουκλίστικους κατοίκους της στροβιλίζεται γύρω μου κι ο κρύος άνεμος χορεύει απάνω στο πρόσωπό μου και κατακάθεται στα μάγουλά μου που έχουν κοκκινίσει. Αισθάνομαι εξαντλημένη, μα και όμορφη. Αισθάνομαι αέρινη, ανάλαφρη, ελεύθερη και μικροσκοπική, ελάχιστη και ονειροπλασμένη. Θα μπορούσα να είμαι μια κατάλευκη, αδύναμη, μελαγχολική μαργαρίτα. Μαργαρίτα.
          Έχω την αίσθηση ότι δεν θα με νοιάζει να παρατηρήσω την Πόλη μου απόψε. Διότι αισθάνομαι λες και ήμουν εδώ από πάντοτε. Νιώθω πως βαδίζω σε μια Πόλη όπου ήδη έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει και μια γνώριμη μουσική φωνή στο μυαλό μου μου ψιθυρίζει "Έχεις ξανάρθει εδώ". Κάθε σοκάκι μοιάζει και με ένα προηγούμενο δικό μου παραλήρημα, κάθε φιγούρα που περνάει από δίπλα μου και με μια παθιασμένη νύχτα, κάθε μικρό παιδί και με μια ξεφτισμένη παιδική φιλία. Τα σπίτια μοιάζουν όλα να τα 'χω χτίσει εγώ και τα μαγαζιά τα αισθάνομαι σαν να μ'έχουν φιλοξενήσει άπειρες φορές. Τα παγκάκια μου θυμίζουν οικειότητα και ζαλισμένα ξημερώματα, μέχρι κι ο Σάικο αισθάνεται σαν να βρίσκεται σπίτι, δε γαβγίζει σε κανένα περαστικό και δεν κατουράει σε καμιά γωνία-έχει περάσει ήδη απ' όλες.
          Βγάζω τα all star μου, τα παίρνω στο χέρι και βαδίζω απάνω στις πολύχρωμες κάλτσες μου. Αν και δεν έχει βρέξει, νιώθω την υγρασία να εισχωρεί ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Αύριο θα είμαι άρρωστη. Κοιτάζω γύρω μου, αρχίζω να προφέρω τις πρώτες μου φράσεις στα γαλλικά. Όλοι με κοιτάζουν, όχι όπως στην Ελλάδα, όλοι με κοιτάζουν διακριτικά. Εκλεπτυσμένα, κομψά και προσεγμένα διακριτικά. Να δεις που εδώ πέρα οι τρελοί θα είναι διαφορετικά αποδεκτοί-όχι περισσότερο ή λιγότερο, απλώς διαφορετικά. Εδώ νιώθω πιο άνετα με την τρέλα μου, κι εκείνη νιώθει πιο άνετα μαζί μου, αλλά ίσως να 'ναι κι η ιδέα μου. Το κρύο βουίζει μες στα αυτιά μου-μου τα 'χει ξαναπεί αυτά τα λόγια. Συνέχεια αυτά μου λέει.
          Κρατάω τα παπούτσια μου στο χέρι και κάνω νόημα στον Σάικο για να πηγαίνουμε. Τα παιδάκια καλύπτουν τις μύτες τους με τα γάντια τους. Οι μπαμπάδες πετάνε το πούρο στην πλακόστρωτη πλατεία χωρίς να το σβήσουν. Οι μαμάδες ακουμπούν τα κεφάλια τους απάνω στους ώμους των μπαμπάδων. Δεν τους έχω ξαναδεί, δεν μου θυμίζουν κάτι. Ο φανοστάτης όμως μου φαίνεται γνώριμος. Αυτό είναι το πρώτο μου παραλήρημα στο Παρίσι, το πιο αγνό, το πιο αθώο. Μόλις μπήκα στο διαμέρισμα ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλά μου. Ίσως τελικά να κρύωνα κι εγώ.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Στ'ακροδάχτυλα, στα βλέφαρα, άλικες σχισμές

          Κρατούσε το βιβλίο σφιχτά αγγίζοντας τις άκριες μονάχα με τ'ακροδάχτυλά της. Απάνω στο θρανίο υπήρχε ένα ημερολόγιο του 2014 από το Πειραματικό Λύκειο, μια κασετίνα μαύρη με κάτι αλλόκοτα σύμβολα σχηματισμένα με μπλάνκο, ένα μολύβι γαλλικό ροζ και πράσινο με απαλή μύτη και άλλο ένα βιβλίο-όχι του ποιητή που κρατούσε στα χέρια της, ένα του Oscar Wilde. Δε θυμάμαι ποιο. Ήταν ξεκάθαρες οι χαρακιές μες στο κεφάλι της που άφησε η χθεσινή νύχτα, η οποία στροβιλιζόταν επιδεικτικά γύρω απ' το σώμα της κι έπλαθε φιγούρες στην ατμόσφαιρα που την έκαναν να μην δύναται να τη βγάλει απ' το μυαλό της.
          Οι χθεσινοβραδινές στιγμές την είχαν ζαλίσει και παραλύσει. Ένιωθε τα κόκαλα του κορμιού της ένα ένα να θρυμματίζονται, να σπάνε και ο ήχος που έκαναν καθώς κατέρρεαν έκανε τη μύτη της να τσούζει και μες στα αυτιά της αισθανόταν την ηχώ της οδύνης. Το σώμα της ήταν πιο νέο, πιο παιδικό και πιο διαλυμένο, θρυμματισμένο από ποτέ. Τα πόδια της δεν μπορούσαν να την κρατήσουν στο αληθινό της ύψος και το κεφάλι της δημιουργούσε κύματα παραληρήματος πού και πού που τη χτυπούσαν κατευθείαν και την έριχναν και λίγο πιο κάτω. Το κουδούνι χτύπησε.
          Εκείνος ο ήχος έμοιαζε να κατευθύνεται απότομα και απειλητικά προς τις ρωγμές που είχε στο λαιμό της. Ρωγμές που δεν είχε κάνει η ίδια μα και κανείς άλλος, ρωγμές που, ακόμη και τα μαλλιά της να σήκωνες, αν σ'άφηνε-δε θα σ'άφηνε-δε θα διέκρινες. Η πληρωμή ήταν αυτή, για την δυνητικά καταστροφική ζωή της. Για ένα φταίξιμο που δεν ανήκε σε κανένα, εν τέλει. Το βιβλίο είχε αρχίσει να βράζει μες στ'ακροδάχτυλά της, τα κατάλευκα, με τα νύχια τα ξεφτισμένα. Ξεφτισμένα χρώματα, σαν εκείνα της τηλεόρασης στο σαλόνι κάποιου σπιτιού που πάλι δεν της ανήκε. Θα 'θελε να 'χει ένα σπίτι να της ανήκει και να 'ναι μόνο δικό της, κάπου να ακουμπάει το κορμί της κάθε δεύτερο ξημέρωμα.
          Οι εξαθλιωμένοι παλιάτσοι της ημέρας είχαν ήδη πλημμυρίζει την αίθουσα με τα εξαναγκασμένα, σκουριασμένα τους χαμόγελα-ήταν ολοκάθαρος και δίχως ίχνος γαλήνης ο τσιριχτός αγανακτισμένος ήχος, το τρίξιμο κι η στριγκλιά που έβγαζαν οι νεανικές τους ρυτίδες σε κάθε αλλαγή έκφρασης του προσώπου τους. Περίλυπα χαχανητά που βάραιναν απευθείας μόλις έβγαιναν απ' τα κιτρινισμένα τους δόντια κι έπεφταν στο πάτωμα σαν να ζύγιζαν τόνους κι ο κρότος τους συνοδευόταν απ' τα τριξίματα των αγκώνων τους που κινούνταν απαθή. Περιδεής η ελευθερία τους, τα κλειδιά τους-και βάζω το χέρι μου στο νερό γι'αυτή την αλήθεια-τα 'χουν κλειδωμένα κι εκείνα σ'ένα κελί κάτω απ' το μαξιλάρι του κρεβατιού τους. Και μες στο δωμάτιο διεισδύει μια αχτίδα φωτός μισομουχλιασμένης λάμπας μονάχα μες απ' την κλειδαρότρυπα-η απόδειξη της υπόστασης του ήλιου για 'κείνους.
          Η τάξη μπήκε σε τάξη-το χάος το δικό της θα 'λεγαν πως όχι, μα το ίδιο ήταν η τάξη της, η ολοδική της τάξη. Τα χαχανητά ίσως να έπαψαν, ωστόσο οι ανάσες τους συνέχισαν να σκοντάφτουν ασίγαστα απάνω στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της ανίας και να πέφτουν, αυτή τη φορά, με ύψιστη ταχύτητα απάνω στα τρυπημένα τους παντελόνια με τα μπαλώματα-μα ήταν γυμνοί. Μπορούσε να διακρίνει με ευκολία τις ξεχασμένες βελόνες που διαπερνούσαν το δέρμα τους και κρατούσαν τα παντελόνια στο ύψος το δικό τους. Το βιβλίο της είχε αρχίσει να στάζει σιγά σιγά κόκκινο κρασί, μισοφαγωμένα σάντουιτς και το βερνίκι που κολλούσε στα δόντια της κάθε που ροκάνιζε τα νύχτια της. Ένιωθε το σώμα της να παραδίδεται στο αληθές.
          Τα λιγνά της πόδια έτρεμαν κι ο ήχος τους τάραξε τη ροή της απραξίας, της αδρανούς κακομεταχείρισης των αυθεντικών στην τάξη. Υψώθηκαν τα βλέμματα ως τις πυρόξανθες μπούκλες της, το βλέμμα της το 'χαν ρουφήξει μέσα τους με επιείκεια και ένα αίσθημα υπερπροστασίας-μα ακόμη μπορούσαν να αισθανθούν τους σχισμένους της βόλους, με τα ερυθρά τους ποτάμια και τις διακλαδώσεις, να γρατζουνούν με υγρότητα τα στήθη τους-πέτρες κοφτερές της καθημερινότητας που ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να τους προσφέρει. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι ως τα ματωμένα της γόνατα που είχαν πρηστεί απ' το περπάτημα-δεν είχε ποτέ της φτερά κι έτσι τη διαδρομή κολάσεως και παραδείσου την έκανε πάντοτε με το βάδισμα. Διπλώθηκε έτσι σαν γέρικο δέντρο που 'χει λυγίσει με τα χρόνια ο άνεμος, μα οι κινήσεις οι δικές της ήταν σπασμωδικές κι απειλητικές, σαν σκελετός που σπάει στα δυο.
          Την επόμενη ακριβώς στιγμή, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και είχαν μια πηχτή αίσθηση, σαν λουσμένα στο παιδικό της γάλα. Ήταν βαριά κι είχαν σκουρύνει ιδιόμορφα, ενώ μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς, καλοσχηματισμένες πορτοκαλιές μπούκλες στο πίσω μέρος του κεφαλιού της ξεπετάγονταν στεγνές κι επιβλητικές μέσα απ' το καστανό της σκότος. Το βιβλίο τ'ακούμπησε στα μπούτια της κι απ' τους παλιάτσους μπορούσε πλέον να φτάσει στ' αυτιά της μονάχα μια παραλλαγμένη υφή των χροιών τους, μια αλλοιωμένη ηχώ που θύμιζε παράπονο μωρού παιδιού ή και γριάς κυρίας. Την κοίταξαν για μια στιγμή κι έπειτα συνέχισαν την παράδοση-όχι του μαθήματος, του εαυτού τους του ίδιου-ενώ απ' τα χείλη τους έπεφταν με βία στο έδαφος ξανά οι λέξεις κι οι ανάσες τους συνάμα.
          Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μόλις τα κεφάλια ξαναγύρισαν πίσω στο προσκύνημα της επίσημα ανιαρής εξαθλίωσής τους, το στήθος της έμοιαζε να το ποδοπατούν χιλιάδες μικροσκοπικά ανθρωπάκια και να το υποσκάπτουν με βιάση και αναστάτωση, με βιάση. Όλα είχαν τα πρόσωπά τους, τα πρόσωπα εκείνων των παλιάτσων, ορισμένα έφεραν και δεύτερο κεφάλι μα λιγότερα δάχτυλα στα χέρια, ενώ το χρώμα του δέρματός τους μεταβαλλόταν διαρκώς και τρεμόπαιζε σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου και δεν έμενε σταθερό ούτε ένα δευτερόλεπτο. Οι λέξεις κι οι ανάσες τώρα απ' τα χείλη των παλιάτσων, στους οποίους βαθιά, κατάβαθα, είχε εναποθέσει τις τελευταίες τις ελπίδες, έπεφταν μουχλιασμένες σαν σκόνη στο πάτωμα και δημιουργούσαν λόφους με αμμώδη υφή, πορφυρούς.
          Ξεκάθαρα, στα μάτια της, τα οποία δεν έπαυαν να κινούνται σπασμωδικά πέρα κείθε σαν το μικρό δείκτη δαιμονισμένου ρολογιού, η σκόνη έλιωνε απειλητικά, μα και με μια αίσθηση απελευθέρωσης, και κάθε της κόκκος έπαιρνε τη μορφή μιας μικροσκοπικής, απειροελάχιστης αιμάτινης σταγόνας. Τα μάτια της δεν γούρλωσαν ούτε στιγμή, μοχθούσε ωστόσο να τα κρατήσει ανοιχτά, μα τα βλέφαρά της τη βάραιναν με βία. Δεν πέρασε αρκετή ώρα μέχρι ολόκληρη η αίθουσα να πλημμυρίσει με την αιμάτινη λίμνη που πήγαζε απ' τις συσκοτισμένες και πνιγμένες στο ανιαρό μένος και την λαγνεία που πρόσφεραν στους εαυτούς τους με τόκο λέξεις κι ανάσες των γελοτοποιών που δεν έβαφαν πλέον ούτε το πρόσωπό τους. Η ψευτιά είχε αποτυπωθεί κι είχε ριζώσει στις ρυτίδες τους, δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν.
          Εκείνη, αγκαλιασμένη με τον γαληνεμένο της φόβο-μια συνήθεια έγινε και τούτος εδώ-μοχθούσε να μείνει ξύπνια έως ότου να τραβήξει την προσοχή τους και να τους δείξει το δρόμο για την έξοδο απ' αυτή την σχιζοειδή πλάνη, απ' αυτό το φρενοβλαβικό δωμάτιο. Ξάφνου, κατορθώνοντας να υψώσει ελάχιστα το κεφάλι της και να δει μες απ' τις σχισμές των μαλλιών της που κάλυπταν τα μάτια της, παρατήρησε τα κεφάλια των συμμετεχόντων του τσίρκου της τάξης και διέκρινε ξεκάθαρα ένα επιβλητικό κι αποκομμένο από καθετί άλλο κενό ανάμεσα στους ώμους και τα κρανία τους. Σάμπως κάποιος είχε αφαιρέσει μια μικρή, ασήμαντη ίσως, λεπτομέρεια απ' την εικόνα των βολβών της, τα κρανία τους αιωρούνταν απάνω απ' τους ώμους τους κι οι λαιμοί τους έμοιαζαν να 'χαν ξεριζωθεί. Άρχισε να γελάει επιδεικτικά, χλευαστικά.
          Ήταν ξεκάθαρο για 'κείνη αυτό που είχε συμβεί εκεί μέσα, ήταν ξεκάθαρο κι αυτό που συνέβαινε πάντα. Δεν υπάρχουν παζλ, δεν υπάρχουν κομμάτια που ενώνονται. Μπορούσε να τους δει ξεκάθαρα και δίχως εκείνη τη λεπτομέρεια που τους αφαιρούσε και την έκφραση των βλεμμάτων και των χειλιών τους. Δεν υπάρχει παζλ, δεν υπάρχουν κομμάτια που ενώνονται. Εκείνη ήταν πάντοτε κομμάτια πολλά ακανόνιστου σχήματος που δεν κολλούσαν μεταξύ τους, δεν ενώνονταν και δεν εναρμονίζονταν ποτέ. Κι αυτή ήταν η ισχυρότερη κι η πιο σχολαστική της αρμονία. Η τρέλα είχε αρχίσει να ροκανίζει τ' αυτιά της και ένιωθε κάτι να βουίζει μες στο δικό της το βασανιστικό της το μυαλό. Τα βλέφαρά της βάραιναν όλο και περισσότερο, ζύγιζαν τόνους κι εκείνα και, στην επόμενη στιγμή, ήταν σίγουρη πως θα 'χαν καταρρεύσει στο πορφυρό υγρό έδαφος και θα 'χαν γίνει χυλός. Αλλά όχι, θα την έπαιρναν μαζί τους και δεν το 'θελε με τίποτε, εκείνη δε θα συμμετείχε ποτέ στη λίμνη τη δική τους.
          Δίχως να το σκεφτεί-μα το είχε σκεφτεί μες σε κλάσματα δευτερολέπτου, απλώς δεν προλάβαινε να αντιληφθεί τις σκέψεις της πριν γίνουν πράξεις-έπιασε το γαλλικό ροζ με πράσινο μολύβι με την απαλή μύτη και το κάρφωσε στο ένα της βλέφαρο που 'χε αρχίσει να υποκύπτει. Η μύτη του μολυβιού ήταν τραχιά και πιο σκληρή κι επιβλητική από ποτέ. Το αίμα της έσταζε απάνω στα πληγωμένα της γόνατα, δεν την ένοιαξε, δεν ξεχώριζε άλλωστε, το αίμα της είχε το ίδιο χρώμα σ' όλα τα μέρη του σώματός της. Το αίμα της. Το 'σχισε και το πέταξε με μανία στο αιμάτινο έδαφος, στην υγρή σκόνη. Το ίδιο έπραξε και στ'άλλο της βλέφαρο. Κοίταξε με τις άλικες σχισμές της προς τα πάνω, ενώ γευόταν τη μαγευτική ευωδιά που έσταζε ως τη μύτη της και την ηδονική γεύση που κυλούσε ερωτικά απάνω στα χείλη της.
          Το κουδούνι χτύπησε κι οι λαιμοί επανήλθαν. Το βιβλίο ήταν ακόμη στη βιβλιοθήκη του δωματίου της και όλοι μαζεύτηκαν γύρω της, άθικτη και φρεσκολουσμένη απ' τη βροχή καθώς ήταν, κι απορούσαν μεταξύ τους για το καρφωμένο της βλέμμα απάνω στ'αδειανά της χέρια που τα διαπερνούσε και έπεφτε απάνω στο στεγνό έδαφος. Στ'ακροδάχτυλά της υπήρχαν σχισμές αμυδρά επουλωμένες, μα εκείνοι απλώς χαχάνισαν με την αφηρημάδα της και την αλλόκοτη στάση της κι επανήλθαν με τις σκουριασμένες τους κινήσεις πίσω στους κλειδωμένους τους εαυτούς. Και τα χαχανητά τους άγγιξαν εκκωφαντικά το έδαφος. Σιωπή.