Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Την Άνοιξή μου την αναγέννησε η βροχή

  "Πώς τα πας με την αστάθεια;" την είχε ρωτήσει κάποια καλοκαιρινή νύχτα η Alice. "Με ποια;" ανταποκρίθηκε η Έ. -μια από εκείνες, δε θυμάμαι- αφηρημένη ως συνήθως, αφού σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα της και την κοίταξε στα λιγνά δάχτυλα. "Με την αστάθεια, λέω, πώς τα πας;" ξαναρώτησε παύοντας την κίνηση των χεριών της κι αφήνοντας τα δάχτυλά της κρυσταλλωμένα και μπλεγμένα μεταξύ τους, απάνω στα λυγισμένα της γόνατα. Κι εκείνη αναφώνισε με ενθουσιώδη σαρκασμό "Α, τέλεια! Πολύ καλά. Τα βρίσκουμε." κι έπειτα έστρεψε τα γουρλωμένα της μάτια προς την γαληνεμένη θάλασσα που ηχούσε μες στο σκοτάδι τους πόθους εκείνων που της χαρίζουν τα μοναχικά τους βλέμματα. "Πατάω σταθερά, ξέρεις. Δυναμικά, σταθερά. Απλώς το έδαφός μου είναι ακόμη ασταθές. Πατάω σταθερά σε ένα ταραγμένο και ασταθές έδαφος. Ένα τρεμάμενο ασανσέρ, πατάω με σιγουριά και δύναμη απάνω σε μια αναστατωμένη σκηνή και προσπαθώ να βρω τα βήματα του χορού."
 
Πόσο έντονα τη θυμάμαι εκείνη τη νύχτα. Ήμουν πίσω απ' τα σκηνικά και τις κοιτούσα, το κομμάτι μου και το κομμάτι του κομματιού μου. Ήταν σαν να συναντήθηκε η Άνοιξη επιτέλους με τον εαυτό της και τον δέχτηκε μέσα της. Απ' τη σκοπιά μου τουλάχιστον, έτσι ήταν. Πού να 'σαι τώρα Έ.; Είμαστε ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πιο κοντά, κι εσύ λείπεις; Πού να 'σαι; Ζαλίζομαι, στο έδαφός μου κάτι άλλαξε, ζαλίζομαι.