Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

ο φίλος ~ μέρος πρώτο

                                                                     {1}

     Είδα όνειρο ότι -δεν θυμάμαι από πού ξεκινούσε -ήμασταν σε μια παραλία μετά από μια μεγάλη ταραχή. Ήταν απόγευμα, έφευγε ο ήλιος. Είχε προηγηθεί ένα χάος, είχε πάει να με πνίξει το μυαλό μου στο νερό. Το νερό με τιμωρεί και με απειλεί πάντοτε στα όνειρά μου. Κάπως είχα καταφέρει να μην τελειώσει το όνειρο στον πνιγμό, στο θάνατο. Και κάπως είχα βρεθεί να νιώθω την υγρασία στα ρούχα και στην αστάθεια της δύσης του ήλιου στα κόκκαλά μου. Και μετά ήρθε αυτός, ο φίλος. Μου χαμογέλασε και το σώμα του ήταν φιλόξενο. Μέσα σε πολλές αγκαλιές δεν νιώθω φιλόξενη. Η δική του εκείνη τη στιγμή ήταν.
     Αφέθηκα στο ότι είμαι επιθυμητή για λίγο και το μυαλό μου σώπασε. Την ξέρω τη συνταγή για να ηρεμεί το μυαλό μου, απλώς τα χέρια μου δεν έχουν εκπαιδευτεί να την εκτελούν αυθόρμητα. Αναζητώ διαρκώς στα χέρια μου τη λειτουργικότητα αυτή. Ίσως να είμαι απ' τις ανθρώπους που θα τη βρουν στα χέρια των άλλων. Στα χέρια του πάντως σε αυτό το όνειρο, τη βρήκα. Όχι τόσο την ασφάλεια. Τα χέρια του δεν είναι ασφαλή, ούτε εκτός ονείρου. Είναι άστατα, αδέξια. Όσες φορές του έχω δώσει να κρατήσει το μυαλό μου, του έχει γλιστρήσει στο χώμα. Δεν ήταν η ασφάλεια αυτό που μου πρόσφερε, αλλά η επιθυμία. Στα χέρια του εκείνη τη στιγμή ήμουν επιθυμητή.
     Με αγκάλιασε, με άγνοια. Δε γνώριζε για τη φουρτούνα, ή τουλάχιστον έτσι πίστεψα. Με πήρε από το χέρι και μου είπε ότι θέλει να προχωρήσουμε μαζί. Περπατήσαμε στην παραλία και μου πρόφερε λόγια αγάπης. Δυνατής φιλίας, συντροφικότητας και αγάπης. Δε θυμάμαι τις λέξεις, όμως θυμάμαι τη δυνατή αγάπη. Κάπου εκεί έγινε μια συμφωνία ανάμεσά μας, άρρητη: θα γυρίσουμε τον κόσμο. Θα γυρίσουμε τις πόλεις, τις γειτονιές, τις παρέες. Τους θρήνους. Τα σπίτια, τα μεροκάματα. Τους αγώνες μας, τους ανθρώπους. Θα γυρίσουμε μαζί τη ζωή. Ό,τι αντιλαμβανόμαστε εμείς ως κόσμο. Τον κόσμο μας, τον κόσμο τον δικό μας. Πλάι πλάι και κάποτε ο ένας στα χέρια της άλλης.
     Κοιταχτήκαμε για να σφραγίσουμε τη συμφωνία αυτή και μετά βρεθήκαμε μαζί μέσα στη θάλασσα. Με τράβηξε μέχρι εκεί που δεν μπορούσα να ακουμπήσω τα πόδια μου στην άμμο. "Είσαι επιθυμητή εδώ", μου είπε. "Η θάλασσα είναι φιλόξενη απόψε". 
     Μαζί περνούσαμε το ένα κύμα μετά το άλλο. "Ο ήλιος μας εγκατέλειψε", σκέφτηκα από μέσα μου. "Ο ήλιος μας αποχαιρέτησε και για σήμερα", είπε εκείνος με φωνή. Το φεγγάρι ήρθε να μας πει άλλο ένα ψέμα. Ήρθε κι ήταν το μισό. Κάθε βράδυ μου υπόσχεται πως θα μας δοθεί ολόκληρο και ακέραιο και κάθε επόμενη νύχτα όλο και προσθέτει, όλο κι αφαιρεί. Κι όταν έρθει η πανσέληνος, είναι ήδη αργά για εμάς, για το φεγγάρι κι εμένα, διότι εγώ δεν έχω την ψυχή να το πιστέψω πια. 
     Έκανα αυτές τις σκέψεις, πότιζα το δέρμα μου με αμφιβολία, όσο αγωνιζόμουν με το κύμα, μέχρι που αισθάνθηκα την απουσία του φίλου. Η ταραχή κυριάρχησε. Κοίταξα γύρω. Θάλασσα, θάλασσα απέραντη, σκοτάδι, μαύρος ουρανός. Μαύρο ατέρμονο, σαν μια ανεπιθύμητη μελανιά που τη βλέπω παντού πάνω στο σώμα μου. Έψαχνα τον φίλο, δεν ήταν πουθενά. Με εγκατέλειψε, σαν τον ήλιο. Μου άφησε σημάδια στο δέρμα σαν κι αυτόν. 
     Το ένστικτό μου με έσπευσε σε φυγή, εστίασα σε όλους τους μύες του σώματός μου και βρέθηκα πίσω στην ακτή. Ξάπλωσα στη βρεγμένη άμμο, έκλαψα με λυγμούς. Αφέθηκα στο θρήνο, το σώμα μου πονούσε από το θρήνο. Ο θρήνος για τους ανθρώπους μου είναι κομμάτι της ψυχής μου, έχει μια ξεχωριστή θέση που την κρατάω για εκείνους κάθε που ξεκινά μια φιλία. 
     Ο χρόνος περνούσε κι εγώ έμεινα κοντά στην παλίρροια να μετράω τον πόνο. Κι εκεί που είχα μεθύσει από τα δάκρυα, με ώθησε ο θυμός να σηκωθώ. Ο θυμός και η απελπισία μου σφίγγουν το χέρι δυνατά. Λίγο πριν μου σπάσουν τα οστά, σηκώθηκα και άρχισα ν' ανεβαίνω το βουνό. "Θα πάρω άλλο δρόμο και θα φτάσω μόνη", σκέφτηκα με τα δόντια σφιγμένα. "Θα γυρίσω τον κόσμο. Θα γυρίσω τη ζωή, τους ανθρώπους, τις παρέες, τα σπίτια, τα μεροκάματα".
     Άφησα πίσω μου τη θάλασσα κι ανέβηκα με τα πόδια και τα χέρια μου τους μεγάλους βράχους.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

οι νάρκισσοι άνθρωποι_

είστε μεγάλο κομμάτι της ζωής μου
χωρίς εσάς δεν ξέρω ποια θα ήμουν
έχω πλαστεί για εσάς
δουλεύατε χρόνια για να με δημιουργήσετε
ούτε να συνεργαζόσασταν δηλαδή
ούτε να γνωριζόσασταν

πάρτε μου ό,τι έχω
γιατί όσα χτίζω δεν μου ανήκουν
είμαι ιδιοκτησία
είμαι ιδιοκτησία
τα παράγωγά μου είναι προϊόντα

καβατζώστε με

ανοίξτε περίτεχνα το κεφάλι μου και αφαιρέστε μου τη συνείδηση
την αυτεπίγνωση, την αυτονομία 
βάλτε τα όλα σε ένα άδειο μπουκάλι μπύρας
στη βιβλιοθήκη σας
ανάμεσα στα βιβλία που σας έμαθαν να μιλάτε τόσο σύνθετα
τόσο μπερδεμένα, τόσο εντυπωσιακά
ανάμεσα στους νάρκισσους συγγραφείς 
που σας γοήτευσαν 
που είχατε σαν πρότυπο
τους γυναικοκτόνους, τους παραβιαστές 
τους επιτυχημένους ανθρώπους
έχετε μεγάλη επιρροή πάνω μου
μπορείτε να με κάνετε να συμφωνήσω μαζί σας 
πως

η νύχτα είναι μέρα

το ραντεβού ήταν στις 8

το γυαλί ήταν ήδη σπασμένο

το κεφάλι μου ήταν ήδη σπασμένο

ο θυμός μου είναι γενετική ανωμαλία

το νερό της θάλασσας είναι γλυκό

τα χέρια σας στο σώμα μου είναι γλυκά

η χειραψία σας είναι οικεία

τα δικαιώματά μου είναι καταπίεση 

κάθε φορά που κερδίζω έδαφος ν' αγαπώ
κι εγώ την εαυτή μου
εσείς αντλείτε υπεραξία απ' την εργασία μου
τη δουλειά που κάνω για 'μένα
για να ζήσω
για να επιβιώσω
και μου παίρνετε όσα έχω χτίσει, λες και είναι για εσάς

λες και ζω για εσάς, λες και μαθαίνω ν' αγαπώ για εσάς
λες και είμαι εδώ για να δίνω
να δίνω να δίνω
μονάχα στους ανθρώπους που γεμίζουν με μανία 
ένα καλάθι χωρίς πάτο
μια μαύρη τρύπα πλυντήριο που ξεπλένει
όλα αυτά για τα οποία έχω δουλέψει

τα ψιλά γράμματα στο συμβόλαιο της έκθεσης
στους ανθρώπους
στους νάρκισσους ανθρώπους
έλεγαν πως δεν μου 
ανήκει
τίποτα
απ' το μυαλό και το κορμί μου

κι αν το δεις το χαρτί δεν διαβάζεται πλέον
είναι κατάμαυρο
γιατί έχει την υπογραφή μου απάνω ίσαμε χίλιες ενενήντα φορές

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

εδώ που σ' άφησα

Φεύγοντας έπρεπε να πάρεις περισσότερα,
τι σε έπιασε ξαφνικά και ήσουν τόσο επιεικής;
Εσύ μου 'μαθες να μην είμαι επιεικής με εμένα
να είμαι σκληρή,
να με στήνω στον τοίχο, μέχρι να
γίνω αυτό που σου αξίζει·
το κάτι παραπάνω που δεν μπορούσα να 
είμαι
και ήθελες να μην το ξεχνώ.
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, μπορείς
να κοιμάσαι ήσυχη.
Μπορείς να κοιμάσαι;
Εγώ έχω να κοιμηθώ πάλι τρεις
μέρες, στο περίπου.
Τελευταία έχω αρχίσει και σου μοιάζω,
για αυτό και δεν μπορώ να αντιληφθώ το χρόνο
με πονάω και μου θυμίζω εσένα
προτιμώ να είσαι εδώ και να με πληγώνεις
παρά να είμαι μόνη και να 'χω τόση δουλειά να κάνω
με το μυαλό μου, με την καρδιά μου
και άλλες τέτοιες εκκρεμότητες·
Πίστεψα πως δεν μου αξίζει τίποτε παραπάνω
και αντάλλαξα τα όνειρά μου για το ποια θέλω να γίνω
για ένα κρασί μαζί σου με την προσοχή σου πάνω μου 
και μια εκδρομή με παρέα που δεν θα με αφορά
και δεν θα με μάθει, γιατί
εσύ προηγείσαι.
Προηγούσουν της κάθε στιγμής μου και των όσων 
μπορούσα να 'χα κατακτήσει·
των ανθρώπων που με αγάπησαν και
που τους άξιζε μια ευκαιρία·
των στιγμών που χρωστούσα στον εαυτό μου να μείνω μόνη
σε ένα μπαλκόνι και να εξασκώ τα μάτια μου
στον ουρανό·
του διαβάσματος, του έρωτα, της πρακτικής μου για τη σχολή·
Γενικότερα προηγούσουν 
και τώρα που έχω τόσα θέματα να με αντιμετωπίσουν
πάλι προηγείσαι, από όλες τις πληγές
εσύ είσαι η πρώτη. 
Φεύγοντας έπρεπε να πάρεις περισσότερα,
αλλά και πάλι ήθελες να προηγείσαι
σε όλα αυτά που θα 'χω να θυμάμαι.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

11.06.21

Έχω πλέξει τα μαλλιά μου με μαύρη κορδέλα και λευκή

περπατάω αγκαλιά με τις αντιφάσεις μου

το κεφάλι μου βουίζει με ήχο και σιωπή.

Με δείχνουν στον δρόμο "Την βλέπεις;

Χθες πλήρωσε εισιτήριο για το λάιβ

και ήρθε με ωτοασπίδες."


Διαβάζω παραμύθια σε κωφάλαλους

φιλάω ανθρώπους που έχουν εξαφανιστεί

βάζω νερό σε χάρτινο ποτιστήρι για να

ξεδιψάσω την άσφαλτο.

Κοιτάζω τα αστέρια το ξημέρωμα

και με αγκαλιάζω αφού μ' εγκαταλείψω.


Είμαι ελεύθερη από το νόημα

το αφήνω να με αφήσει γιατί μεγάλωσε πια

διαβάζω εφημερίδες και στρίβω τσιγάρα με τις λέξεις

θυμήθηκα ποια είμαι επειδή με άφησες.

Θυμήθηκα ότι δεν είμαι αυτή που ήμουν

και ότι αυτή που θα γίνω ξέχασε σπίτι το εισιτήριο.


Οι χειροπέδες στο κομοδίνο

έλα μωρό μου να δέσουμε τους φόβους μας με την αγάπη.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Mannequin

Λοκντάουν ή κάτι τέτοιο.
Μια πιο ωμή διαπόμπευση της πραγματικότητας.
Είμαι όσα δεν ήμουν. Δεν κοιμόμουν νωρίς το πρωί 
δεν κάπνιζα. Δεν χλεύαζα τα όνειρά μου δεν ένιωθα
ματαιότητα δεν είχα γνωρίσει την κατάθλιψη. Δεν 
άφηνα τον θυμό μου να νικά και δεν ήμουν έρμαιο 
του παρορμητισμού. Υπήρχε ένα πλάνο για όλα
Τώρα όλα είναι ωμά και κυβερνά η μοναξιά
Νιώθω μια ελευθερία μέσα στον πόνο.
Ότι δεν είμαι ψεύτρα τουλάχιστον.
Οι άνθρωποι δεν μιλάνε. Δεν μοιραζόμαστε τις
παράνοιες και τις ιδέες μας. Το άσχετο νέο,
το αυθόρμητο κάλεσμα, το τυχαίο. 
Δεν είναι ρομαντικό να νοσταλγώ έναν τυχαίο
καφέ με ένα φίλο. Είναι καταπίεση, σήψη. Δεν είναι
λογοτεχνία, πολιτισμός. Οι λέξεις που γράφω.
Δεν θέλω να γράψω, μου προκαλεί αποστροφή
οτιδήποτε γράφω να είναι πολιτισμός
να είναι γλώσσα και στοιχείο ιστορίας
Το παρόν είναι ο δικτάτορας, το φως της μέρας
είναι ο ολοκληρωτισμός. Περπατάω στην άδεια
πόλη του ρεθύμνου και μέσα στο κεφάλι μου ουρλιάζω
γιατί τόσο ήσυχα ρε καθίκια; Γιατί τέτοια ησυχία;
Σε τι αποσκοπεί η σιωπή και η ησυχία; Πώς μας σώζει
η ησυχία από την πανδημία; Τι γίνεται για την πανδημία
και τι γίνεται για να μας λιώσει; Δεν θέλω να γράψω
πολιτικά. Το κίνημα μου έχει κατακερματίσει την φαντασία
Όλα είναι σύστημα και το σύστημα έχει συστημικούς 
τρόπους να μας αφήσει να είμαστε αντισυστημικές. Κι εμείς
συνεχίζουμε να  το κάνουμε με τα παραθυράκια που μας αφήνει. 
Έχουμε την άδεια ν' αντιδρούμε και να ξεσπάμε όπως
μας υποδεικνύεται. Η φαντασία έχει δώσει αρκετό
χώρο στον πόνο. Υπάρχει πόνος και μοναξιά,
όχι ρομαντική μοναξιά. Συγκεντρωτική. Αποφασίζει
διατάζει και παραλύει. Πνίγομαι στον θυμό και τη μοναξιά.
Η άδεια πόλη είναι ασφυκτική. Βλέπω θύελλα και φωτιά.
Πέφτω κάτω, κλαίω. Οι φίλες έχουν να λένε ότι σκοντάφτω
ακραία συχνά. Έχω μάθει και δεν πέφτω.
Φταίει το παπούτσι και το ότι είναι προβλέψιμο ότι θα
συμβεί. Τώρα σκόνταψα και δεν προσπάθησα. 
Ήθελα να πέσω, γιατί όλο ξύνω την επιφάνεια του εδάφους
με την παρουσία μου. Με τα γυμνά χέρια και τα κόκκαλά μου.
Τα κόκκαλά πάνω απ' το θώρακα τα νιώθω γυμνά
κι εκτεθειμένα, το κρύο χτυπάει τα αγγεία μου.
Πόνος μονάρχης. Πάντα έχω επιλογή να μην, αλλά 
θέλω να γίνει αυτή τη φορά.
Πέφτω και βγάζω ψεύτες τους φίλους. Το πεζοδρόμιο
είναι κρύο και τα γυμνά κόκκαλα το γρατζουνάνε.
Ακούω το τρίξιμο απ' την τριβή και οι αισθητηριακοί
μου υποδοχείς μου εκφράζονται με μίσος. "Θα δεις", μου 
λένε. Δεν την ήθελες την φασαρία; Δεν τους ήθελες
τους ανθρώπους; Να τώρα πια δεν θα τους βλέπεις
και δεν θα ανταλλάσσετε κουβέντα. Κι όταν τους
βλέπεις θα είναι εσωστρεφείς και θλιμμένοι. Αμηχανία,
δεν ξέρω πια να εκφράζομαι. Να εκφέρω λέξεις λειτουργικά
να με πιάνεις. Είμαι κάτω στο κρύο πεζοδρόμιο και οι
μπάτσοι στρίβουν στην επόμενη γωνιά. Μπλε φως
και μαφιόζικο κλίμα. Δεν έκανα κάτι λάθος, κι όμως
νιώθω πως είμαι εγκληματίας. Όταν τους βλέπω
ξέρω πως είμαι. Άτοπη και εγκληματίας. Η ύπαρξή μου
είναι ένα έγκλημα. Ανεβάζω το βλέμμα. Φεύγουν,
δεν με είδαν. Η ανακούφιση αυτή είναι ενοχλητική
για τον εγωισμό μου. Σηκώνω το
βλέμμα. Δεν μπορώ να σηκωθώ. Δεν μπορώ να πάρω 
τα πόδια μου. Αναλύοντας παρέλυσα στο κρύο
οδόστρωμα. Θέλω να ουρλιάξω βοήθεια. Να ουρλιάξω
γενικώς. Στρέφω το βλέμμα στη βιτρίνα, κούκλες μανεκέν.
Ρούχα περιποιημένα, κακόγουστα. Το προνόμιο της εμφάνισης
όμορφες κούκλες βιτρίνας, έτοιμες να μου κάνουν
φιλανθρωπία. Απλώνουν το χέρι να με σώσουν απ' το
κρύο πάτωμα. Το απλώνω κι εγώ και τους κάνω 
χάι φάιβ. Δεν θα μπω μες στη βιτρίνα σας
είστε το φόντο της αποσύνθεσής μου.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

δεν πάει τίποτα λάθος και αυτό μου τη σπάει

περίμενα να περάσει κάμποσος καιρός για να σταματήσουν όλοι να διαβάζουν αυτό το μπλογκ. για να μπορέσω πάλι να γράφω σε ένα αόρατο κοινό. θα μπορούσα να γράφω απλά στο ημερολόγιό μου, θα μου πείτε, αλλά να πάτε να γαμηθείτε θα σας πω εγώ, ας είμαι παθέτικ κι εγώ μια φορά.
η φάση είναι ότι είμαι πάρα πολύ θυμωμένη. και το χειρότερο είναι ότι δεν μου βγαίνει να το εκφράσω καν. δεν ξέρω καν τι σημαίνει "θυμωμένη" αυτή τη στιγμή που το εξέφρασα. ίσως κι απελπισμένη θα έλεγα.
νιώθω πως χάνομαι μέσα σε μια μαύρη τρύπα που λέγεται ωριμότητα και ενηλικίωση σε μια καπιταλιστική πραγματικότητα. χωρίς συναίσθημα, χωρίς ψυχή, χωρίς πάθος για ζωή και πάθος για ανθρώπους. χωρίς ζήλο και ένταση. ανακατατάξεις και ρόλερκόουστερ φάσεις. τίποτα. μια ευθεία γραμμή αδράνειας, μια οριζόντια ακέραια ζωή. και γαμώ.

νιώθω πιο γήινη από ποτέ και μου έχει κοστίσει πολύ άσχημα. νιώθω συνηθισμένη, κοινότυπη, διάφανη. νιώθω πως έφυγαν πολλά απ τη ζωή μου κι έχω μείνει με όλα όσα τείνουν προς μια συγκατάβαση, μια κομφορμιστική ζωή. θέλω να τα σπάσω όλα, αλλά δεν θέλω κιόλας, γιατί τα πάω καλά πρώτη φορά σε κάτι τόσο συνηθισμένο.

εδώ είναι το πρόβλημα.

βολεύομαι.

αρχίζω να βαδίζω προς μια ζωή βολική. μόνο που για εμένα δεν θα είναι καθόλου βολική, γιατί μόλις ο εαυτός μου το καταλάβει πως οδεύω προς αυτό, θα με βγάλει εκτός πορείας κι αυτή τη φορά δεν θα είναι όπως κάποτε.

δεν έχω αισθανθεί ποτέ στη ζωή μου ματαιότητα. και φοβάμαι πολύ ότι αν συνεχίσω έτσι μια μέρα αυτό θα συμβεί. κι αν συμβεί, δεν μπορώ να με φανταστώ να υπάρχω έτσι. είναι βαρύ για εμένα. κι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ είναι πως μπορεί και να συνεχίσω να υπάρχω έτσι. ματαιόδοξη. μάταιη. με μια μάταιη βολεμένη ζωή.

δεν είμαι εγώ αυτή.

η φάση είναι ότι οι φίλοι χάνονται. ο καθένας παίρνει το δρόμο του για μια τέτοια ζωή. μα τόσο λάθος έκανα όταν μάθαινα να τους αγαπώ; αγάπησα ανθρώπους που δεν είμαστε συνοδοιπόροι;

νιώθω πως όλοι είναι μόνοι κατ' επιλογήν. πως το πλήθος ακολουθεί τη μοναξιά και την συναισθηματική απομόνωση. πως η αντίδραση είναι κάτι που ονειροπολείς με ανοιχτά μάτια και έντονους διαλόγους στην ντουζιέρα και στο λεωφορείο.

δεν είμαι εγώ αυτή.

νιώθω πως ήρθε η ώρα να μου χαλάσω πάλι όσα έχω χτίσει και να κάνω όλες τις λάθος κινήσεις που απαιτούνται για να εκτροχιαστώ.

και αυτήν την ώθηση αυτή τη φορά την εμπιστεύομαι όσο τίποτα.

μόλις έγραψα τον τίτλο "δεν πάει τίποτα λάθος και αυτό μου τη σπάει". ρε εγώ δεν έμαθα να ζω έτσι για να είναι έτσι η ζωή μου. αλλά για να είμαι κι εγώ λιγάκι στις παρέες σας. για να μην με κοιτάτε σαν να είμαι ξέμπαρκη, άκυρη και τρελή. αλλά τι να τις κάνω τις παρέες σας αν πρέπει να κάνω τόσες εκπτώσεις από το μυαλό μου και αυτά που πιστεύω για να αράζουμε;

δεν είναι φιλία αυτό.
και η φάση είναι ότι και μερικοί από εσάς είστε σαν εμένα και πονάτε και κάνετε τις ίδιες εκπτώσεις και δεν λέτε κουβέντα. ελάτε να τους γαμήσουμε λίγο τη φάση.

τα λεφτά ορίζουν πολλά τελικά.

εκεί που δεν το περίμενα άρχισαν να ορίζουν τους φίλους και τις παρέες που είσαι αποδεκτός, τα στέκια, τα τραπέζια, τα σαλόνια, τα πάρτι.
τόσο ρηχή είναι η φάση και η πραγματικότητα, κι εγώ καθόμουν σαν ηλίθια και την φιλοσοφούσα και έκανα αναλύσεις. βία στη φάση

βία βία βία στη γαμωφάση σας.
και μην μου πείτε πως είμαι φασίστας που το λέω αυτό
γαμώ τα σπίτια σας η φάση σας μου ρίχνει βία με την κάθε ανάσα
για αυτό δεν λέτε κάτι, ε;
τι να πείτε.
κατάπιατε τη γλώσσα σας γιατί στο κάτω κάτω κι αυτή για κατανάλωση είναι όπως κι εσείς οι ίδιοι.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

κάτι νεύρα

-Μου έλειψες, είπα στο μίσος.
-Δεν έλειπα εγώ, μου απάντησε. Εσύ έλειπες.

Κι είχε δίκιο. Εγώ έλειπα. Από επιλογή να απέχω για να ζήσω λίγο μια φάση καλή. Μια φάση παρεϊστικη και απεχουσα από φασαρίες, από απογοήτευση, από διαρκή κίνηση και εξάντληση. Μια φάση φουσκωμένη. Γαμω την Παναγία.

Ρε. Είμαι πολύ θυμωμένη, αλήθεια. Αλλά σταθερά. Και κάπως βαθιά θλιμμένη αλλά με μια ενέργεια. Μια θλίψη ενεργητική, μια απελπισία με δόντια. Με νύχια, με όπλα στα δύο άκρα. Μια απογοήτευση που εκφράζεται μόνο μέσα από μαχαίρια ακονισμένα.

Έχω νεύρα γιατί γαμώ την Παναγία σας. Θα πατήσω κάτω τα πιστεύω μου για εσάς, μουνόπανα. Θα πατήσω πάνω στα παραμύθια μου για να πάρω φόρα να σας ξεσκίσω. Θα ρισκάρω να τα σπρώξω στον πάτο για να πάρω φόρα να εκτοξευτώ προς τα στήθη σας. Θα λερώσω την καρδιά μου. Σας μισώ για αυτό. Δεν είστε σαν εμένα και λάθος μου να το θεωρώ. Δεν έχετε παιδί στο μέσα σας.

Τέρατα. Θα με κάνετε να πεθάνω για αυτά που θεωρώ δεδομένα. Να πληγωθώ. Να διαλέξω πλευρά. Να ακονίσω την μοναξιά μου. Να προκαλέσω την τύχη μου. Να κάνω το μέλλον μου κομμάτια.

Δεν μου αξίζει, για αυτό επιμένω, επειδή δεν μου αξίζει.
Ούτε το θάνατο διαλέγω, ούτε την ανία. Είμαι εθισμένη στη ζωή και όχι στην αυτοκαταστροφή. Και αυτό είναι η επιλογή μου - μια μάχη, ένας αγώνας για τη ζωή όπως την νιώθω.